ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – ΑΘΗΝΑ – 155 – 2022

Ανάθεση επιμέλειας ανηλίκου τέκνου αποκλειστικά στη μητέρα, υπό την ισχύ του ν. 4800/2021, και όχι στον εναγόμενο-ενάγοντα, αν και η αγάπη του τελευταίου για το τέκνο του είναι δεδομένη, χωρίς να έχουν παραβιαστεί τα οριζόμενα προς τούτο κριτήρια του νόμου, πληρούν το πραγματικό της αόριστης νομικής έννοιας της ύπαρξης πραγματικού συμφέροντος στο πρόσωπο του ανηλίκου, το οποίο επιβάλλει να ανατεθεί η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη μητέρα.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη – Εισηγητή, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Γ. Σ. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευφροσύνη Γκρανιά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Σ. Λ. του Α., κατοίκου … , η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Νικολακέα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/1/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 11/2/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 132/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 428/2016 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17/12/2018 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 17.12.2018 και με αριθμ. καταθ. ./18.12.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 428/19.12.2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, και απέρριψε την ασκηθείσα από τον εκκαλούντα ενάγοντα-εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα έφεση κατά της 132/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές οι ασκηθείσες από αμφοτέρους τους διαδίκους αντίθετες αγωγές τους και δυνάμει της οποίας (απόφασης) ανατέθηκε μεν η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα-εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη μητέρα του και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος – ενάγων και ήδη αναιρεσείων πατέρας του να καταβάλει σ’ εκείνη, υπό την ιδιότητά της ως αποκλειστικά ασκούσα την επιμέλεια του ανηλίκου, ως συνεισφορά για την τακτική σε χρήμα διατροφή του, το ποσό των διακοσίων εβδομήντα (270) ευρώ μηνιαίως, επί μία διετία, ορίστηκε δε, κατά τα λοιπά ότι η γονική μέριμνα θα ασκείται από αμφοτέρους τους γονείς, από κοινού, και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου παραδεκτά (άρθρ.577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

Στις διατάξεις των άρθρων 1510 παρ.1, 1511 παρ.1, 1513 παρ.1 εδ.α’ και 1514 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 5,7 και 8 του πρόσφατου Ν.4800/21.05.2021(ΦΕΚ Α’81), και οι οποίες (διατάξεις), δυνάμει του άρθρου 18 του ίδιου Νόμου, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος (16.09.2021), αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όπως στην προκειμένη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 1510 παρ.1 ότι “Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του”, στο άρθρο 1511 παρ.1 ότι “Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου”, στο άρθρο 1513 παρ.1 εδ.α’ ότι “Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα” και στο άρθρο 1514 ότι “1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο(2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του.2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση :α)να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ)να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του, η οποία, μεταξύ άλλων, εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του, το δε περιεχόμενο της επιμέλειας προσδιορίζεται από το συμφέρον του παιδιού και περιλαμβάνει επί μέρους πτυχές, που αποσκοπούν στη σωματική, πνευματική και συναισθηματική πρόοδο και ευεξία του παιδιού και στην υπεύθυνη και με κοινωνική συνείδηση ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησης της είναι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αοριστίας αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασης τους. Το κανονιστικό δε περιεχόμενο της έννοιας αυτής του συμφέροντος του παιδιού συγκεκριμενοποιείται εκάστοτε με βάση τις επικρατούσες συνθήκες σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθώς επίσης και κυρίως τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε παιδιού. Το συμφέρον του παιδιού προσδιορίζεται εξατομικευμένα με αναφορά σε συγκεκριμένο εκάστοτε παιδί και τις ανάγκες του, όπως αυτές προσδιορίζονται ιδίως από την κατάσταση της υγείας του, την ηλικία του, τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες διαβιώνει το παιδί, και αναλύεται στις επί μέρους πτυχές του δικαιώματος της προσωπικότητας του παιδιού, δηλαδή κυρίως στη ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, συναισθηματική και ψυχολογική ασφάλεια και σταθερότητα, διανοητική πρόοδο, κοινωνική ένταξη και αποδοχή, υπευθυνότητα, κοινωνική συνείδηση και ανεξαρτησία του παιδιού. Επίσης, το παιδί εξελίσσεται και μαζί του εξελίσσονται οι ανάγκες του και αναπροσδιορίζεται το συμφέρον του. Στη δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007). Από το συνδυασμό, επίσης, των ίδιων ως άνω διατάξεων συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς (ΑΠ 1218/2006). Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, και ότι το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμηση του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητας του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως. Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητα του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του. Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005). Εξάλλου, εφόσον το συμφέρον του τέκνου συνιστά αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το ουσιαστικό δικαστήριο, η κρίση του ως προς το αν, ενόψει των περιστάσεων που δέχθηκε, για την ύπαρξη των οποίων κρίνει ανέλεγκτα, εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, αν η απόφαση περιέχει κρίση για την εξυπηρέτηση του συμφέροντος του τέκνου, πλην όμως αυτή είναι εσφαλμένη, δημιουργείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 1976/2008, ΑΠ 1218/2006). Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές, ασαφείς ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 317/2015, ΑΠ 537/2012, ΑΠ 1218/2006, ΑΠ 1910/2005). Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα ακόλουθα: “Οι διάδικοι σύζυγοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 13.09.2009 στην …, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, την Π. Σ., που γεννήθηκε στις 30.03.2011. Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν σε ιδιόκτητη οικία της ενάγουσας-εναγομένης επί της οδού … αρ. … στην …, η οποία γειτνιάζει με την κατοικία των γονέων της τελευταίας. Η έγγαμη συμβίωση δεν εξελίχθηκε ομαλά… η δε άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στην οικογένεια των διαδίκων έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη, οδηγώντας στην πλήρη συναισθηματική και ψυχική τους αποξένωση. Τελικά, με τη με αριθμό 1555/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), διατάχθηκε η μετοίκηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη, ενώ ανατέθηκε προσωρινά η επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα-εναγομένη μητέρα του και ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου-ενάγοντος. Ακολούθως, με τη με αριθμό 90/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου απαγγέλθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων. Από τη μετοίκηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη, το παραπάνω ανήλικο τέκνο διαμένει με την ενάγουσα-εναγομένη μητέρα του, στην πρώην οικογενειακή στέγη. Η εναγομένη- ενάγουσα, η οποία έκτοτε ασκεί μόνη της την αποκλειστική επιμέλεια του προσώπου του… ασκεί το γονεϊκό της καθήκον με επάρκεια, επιδεικνύοντας έντονο και αμέριστο ενδιαφέρον για την ανατροφή του ανήλικου τέκνου και γενικότερα τη σωστή διαμόρφωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η μητέρα του παραπάνω ανηλίκου τέκνου έχει τα προσόντα να ασκήσει το λειτουργικό καθήκον ως γονέας, καθόσον τρέφει αισθήματα αγάπης προς το προαναφερόμενο ανήλικο τέκνο της, το οποίο φροντίζει με ιδιαίτερη στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, είναι δε ικανή και άξια να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, καθώς και στην κοινωνική του καταξίωση, όπως άλλωστε έπραξε από τη μετοίκηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη μέχρι και σήμερα. Αυτό διαμένει με την ενάγουσα- εναγομένη, μητέρα του, και έχει ήδη εγκλιματισθεί στο εκεί περιβάλλον, έχοντας αναπτύξει με αυτήν ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό. Η δε ενάγουσα-εναγομένη κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη για την ανάληψη της επιμέλειάς του, ως έχουσα τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικότερα τη διαπαιδαγώγησή του και να επιδράσει ωφέλιμα επ’ αυτού, διότι, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των γονέων και διαφωνίας τους ως προς την ανάθεση της επιμέλειας, ανατίθεται σε όποιον κρίνεται, με βάση αποκλειστικά το συμφέρον του ανηλίκου, καταλληλότερος για την άσκησή της, ώστε να διασφαλίζεται η μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του ανηλίκου και να επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού… Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα-εναγομένη ασκεί πλημμελώς τα γονεϊκά της καθήκοντα, παραμελώντας την ιατρική παρακολούθηση του ανήλικου τέκνου και αδιαφορώντας συστηματικά για την υγεία του, καθώς όπως συνάγεται από… την ιατρική γνωμάτευση της παιδιάτρου…, που παρακολουθεί από τη γέννησή της την ανήλικη, η τελευταία έχει εξαιρετική σωματική ανάπτυξη, η κινητική και ψυχοπνευματική της εξέλιξη έχει κατακτήσει τα αναμενόμενα για την ηλικία της, έχει υποβληθεί σε όλους τους προβλεπόμενους εμβολιασμούς χωρίς πρόβλημα, ενώ δεν έχει καταγραφεί αξιόλογη νοσηρότητα στο τέκνο από λοιμώδη νοσήματα ή ατυχήματα… Είναι δε προφανές ότι αν ευσταθούσαν οι ισχυρισμοί του εναγομένου-ενάγοντος περί αδιαφορίας της ενάγουσας-εναγομένης για την κατάσταση της υγείας της ανήλικης και περί της ύπαρξης ρύπων και συστηματικής παραμέλησης των κανόνων υγιεινής στην κατοικία της, το ανήλικο τέκνο των συζύγων διαδίκων δεν θα παρουσίαζε την προαναφερόμενη κλινική εικόνα… Περαιτέρω, δεν προέκυψε ότι η κατοικία της ενάγουσας-εναγομένης, η οποία μάλιστα αποτέλεσε την πρώην οικογενειακή στέγη των διαδίκων, είναι άκρως επικίνδυνη για την υγεία και την ανάπτυξη της υγείας του ανήλικου τέκνου, λόγω του ότι βρίσκεται σε απόσταση 89 μέτρων από πυλώνες και εναέριες ηλεκτροφόρες γραμμές υπερυψηλής τάσης της ΔΕΗ… Εξάλλου, ακόμη και αν τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα περί επικίνδυνης ακτινοβολίας κλ.π. ήταν αληθή, αυτό το γεγονός και μόνο δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για να αφαιρεθεί η επιμέλεια ενός ανηλίκου από τη μητέρα του και να δημιουργηθούν ψυχολογικά προβλήματα σ’ αυτό που μπορεί να σημαδέψουν το ανήλικο για όλη του τη ζωή. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο, με αποκλειστικό γνώμονα του αληθινό συμφέρον του ανήλικου τέκνου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του αποκλειστικά στην ενάγουσα-εναγομένη, και όχι στον εναγόμενο-ενάγοντα, αν και η αγάπη του τελευταίου για το τέκνο του είναι δεδομένη, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 5ου, 6ου και 7ου λόγων έφεσης, οι οποίοι ουσιαστικά αφορούν έναν ενιαίο λόγο έφεσης που αναφέρεται στην εκτίμηση των μαρτυρικών αποδείξεων. Περαιτέρω, διασφαλίζεται το ενδιαφέρον και η ενεργός συμμετοχή και του εναγομένου-ενάγοντος, πατέρα του, ο οποίος διατηρεί την από κοινού με την ενάγουσα-εναγομένη μητέρα του άσκηση των λοιπών λειτουργιών της γονικής του μέριμνας, σε κάθε κρίσιμο ζήτημα, που ήθελε προκύψει στη μέχρι την ενηλικίωσή του διαδρομή του βίου του. Ωστόσο, ενόψει της ανάθεσης της αποκλειστικής επιμέλειας στην ενάγουσα-εναγομένη, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσωπική επικοινωνία του εναγομένου-ενάγοντος με το ως άνω ανήλικο τέκνο του, είναι δυνατόν να συντελέσει στην ομαλή ψυχοσωματική του ανάπτυξη, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός δείχνει την απαιτούμενη αγάπη και στοργή για αυτό, ενώ, όπως είναι λογικό, αναπτυσσόμενου του συναισθηματικού κόσμου του τέκνου, επιβάλλεται η διατήρηση της επικοινωνίας με τον πατέρα του και η διατήρηση του πατρικού προτύπου. Η επικοινωνία αυτή θα συμβάλλει, όπως άλλωστε σκοπεί, στη διατήρηση της προσωπικής τους σχέσης και του ψυχικού τους δεσμού, θα προλάβει τη μεταξύ τους αποξένωση, θα δώσει στον πατέρα του τη δυνατότητα να γνωρίζει άμεσα και να παρακολουθεί την όλη κατάσταση, ανάπτυξη και εξέλιξη του τέκνου του, ενώ από την άλλη πλευρά η επικοινωνία όχι μόνο δεν θα δημιουργήσει προβλήματα στο ανήλικο τέκνο, αλλά ενδείκνυται και επιβάλλεται για την πνευματική και ψυχική του υγεία. Τα ανωτέρω αναφέρονται εκ περισσού και για το ενιαίο της απόφασης, δεδομένου ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης ο οποίος να πλήττει την εκκαλουμένη ως προς τον τρόπο ρύθμισης της επικοινωνίας του ανηλίκου με τον πατέρα του… Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη την αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ανέθεσε σ’ αυτήν αποκλειστικά την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας τους, ορθά έχει εφαρμόσει το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, η κρινόμενη έφεσή του στο σύνολό της…”. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο, απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει τα αιτήματα της αγωγής του να ανατεθεί αποκλειστικά σ’ αυτόν η άσκηση της γονικής μέριμνας, άλλως να ανατεθεί η επιμέλεια από κοινού στον ίδιο και την αναιρεσίβλητη. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης ζητείται να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον αποδίδεται σ’ αυτήν η αιτίαση ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1513 και 1514 ΑΚ, ως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν, μετά τη δημοσίευση του Ν.4800/2021, ανατέθηκε αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη μητέρα του, ενώ ο νόμος ρητά καθιερώνει τη συνεπιμέλεια αμφοτέρων των γονέων, γιατί τούτο είναι προς το συμφέρον του τέκνου, όταν αμφότεροι οι γονείς κρίνονται εξίσου ικανοί να τους ανατεθεί η επιμέλεια. Ειδικότερα, επειδή τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών, ως προς την ύπαρξη του απαιτούμενου συμφέροντος της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων που επέβαλε την ανάθεση της επιμέλειας αυτής αποκλειστικά στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη μητέρα της. Από τις αναφερόμενες, όμως, παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1513 και 1514 ΑΚ, ως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν, μετά τη δημοσίευση του Ν.4800/2021, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά και δη το ότι μεταξύ της αναιρεσίβλητης και του ανήλικου τέκνου της υφίσταται σχέση αγάπης, ιδιαίτερης στοργής, αφοσίωσης και τρυφερότητας, ότι αυτή είναι ικανή και άξια να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, καθώς και στην κοινωνική του καταξίωση, όπως άλλωστε τούτο πράττει διαρκώς μετά τη μετοίκηση του αναιρεσείοντος από την οικογενειακή στέγη, το έτος 2011, στην οποία (στέγη) η ίδια εξακολουθεί να διαμένει με το ανήλικο, το οποίο έχει ήδη εγκλιματισθεί στο εκεί περιβάλλον, έχοντας αναπτύξει μαζί της ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό, ότι η αναιρεσίβλητη κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη για την ανάληψη της επιμέλειάς του, ως έχουσα τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικότερα τη διαπαιδαγώγησή του και να επιδράσει ωφέλιμα επ’ αυτού, δοθέντος ότι, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης των γονέων και διαφωνίας τους ως προς την ανάθεση της επιμέλειας, ανατίθεται σε όποιον κρίνεται, με βάση αποκλειστικά το συμφέρον του ανηλίκου, καταλληλότερος για την άσκησή της, ώστε να διασφαλίζεται η μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του ανηλίκου και να επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού και, τέλος, ότι, το Δικαστήριο, με αποκλειστικό γνώμονα του αληθινό συμφέρον του ανήλικου τέκνου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες του, κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του αποκλειστικά στην ενάγουσα-εναγομένη, και όχι στον εναγόμενο-ενάγοντα, αν και η αγάπη του τελευταίου για το τέκνο του είναι δεδομένη, χωρίς να έχουν παραβιαστεί τα οριζόμενα προς τούτο κριτήρια του νόμου, πληρούν το πραγματικό της αόριστης νομικής έννοιας της ύπαρξης πραγματικού συμφέροντος στο πρόσωπο του ανηλίκου, το οποίο επιβάλλει να ανατεθεί η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην αναιρεσίβλητη μητέρα, επικυρώνοντας, παράλληλα, τη διάταξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία ορίστηκε ότι, κατά τα λοιπά, η γονική μέριμνα θα ασκείται από αμφότερους τους γονείς του από κοινού. Επομένως, ο ανωτέρω δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Εξάλλου, ο αναιρεσείων υπό την επίκληση της παραβάσεως των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο, αφού τα προαναφερόμενα ανάγονται στην εκτίμηση των πραγμάτων και στην αξιολόγηση των αποδείξεων που δεν ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, για εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1511 και 1513 ΑΚ, επειδή η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ελλιπείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα του συμφέροντος του τέκνου, και ειδικότερα επειδή δεν αιτιολογεί επαρκώς, γιατί είναι προς το συμφέρον του το τέκνο να μένει μόνιμα με τη μητέρα του και όχι να μοιράζεται ο χρόνος του ισομερώς ανάμεσα και στους δύο εξίσου ικανούς προς επιμέλεια γονείς. Το Εφετείο, όμως, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες παραδοχές του, κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς την υπερέχουσα καταλληλότητα της αναιρεσίβλητης έναντι του αναιρεσείοντος για την ανάθεση σ’ εκείνη της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων, πρωτίστως, με αποκλειστικό γνώμονα το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, όπως το καθορίζουν οι βιοτικές και ψυχικές ανάγκες αυτού και ειδικότερα εξειδικεύτηκε, διαλαμβάνοντας πλήρεις, σαφείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 1511 και 1513 ΑΚ, ως αντικαταστάθηκαν και ισχύουν, μετά τη δημοσίευση του Ν.4800/2021, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δικαιολογούν την απόρριψη της ουσιαστικής βασιμότητας του σχετικού αιτήματος της αγωγής του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος περί ανάθεσης αποκλειστικά σ’ αυτόν της άσκησης της γονικής μέριμνας, άλλως ανάθεσης της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, από κοινού, στον ίδιο και την αναιρεσίβλητη. Δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης η παράθεση και άλλων, πλην των ανωτέρω, αιτιολογιών.

Συνεπώς ο ως άνω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος της αναίρεσης είναι, επίσης, αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος ως άνω λόγος, καθό μέρος με αυτόν, υπό το πρόσχημα της παραβίασης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, πλήττεται η ακυρωτικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος.

Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμίας εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων (ΟλΑΠ 469/1984), ούτε τέλος οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών (ΑΠ 1120/2007), έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης, διηγηματικά προς ενδυνάμωση και αποδυνάμωση των απόψεων κάποιου διαδίκου (ΑΠ 2219/2014, ΑΠ 1542/2008), καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται, ούτε η λήψη υπόψη από το δικαστήριο διευκρινιστικών απλώς περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στην ιστορική βάση της αγωγής κ.λ.π., εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 1530/2008). Επίσης, για να είναι ορισμένος αυτός ο λόγος αναίρεσης, για παρά το νόμο λήψη υπόψη ισχυρισμού που δεν προτάθηκε, πρέπει να αναφέρεται, στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός, δηλαδή, τα συγκροτούντα αυτόν πραγματικά περιστατικά, όπως προβλήθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, να καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος προβολής του στο πρωτοβάθμιο και της επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο, όταν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και να φέρεται ποία επίδραση ασκούσε στην έκβαση της δίκης ο ισχυρισμός (ΑΠ 493/2002, ΑΠ 1591/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην αναιρεσιβαλλομένη την πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. α’ του ΚΠολΔ, ήτοι της λήψης υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι “Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από το σύνολο των εγγράφων, ο ίδιος ο εναγόμενος-ενάγων συμφώνησε να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου τέκνου στη μητέρα του, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου κατά τη συζήτηση στις 23.01.2014 της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2013 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, που κατέθεσε η ενάγουσα-εναγομένη της παρούσας δίκης περί ανάθεσης σε αυτήν της προσωρινής επιμέλειας της ανήλικης…”, δέχθηκε πράγματα μη προταθέντα από την αναιρεσίβλητη και μη περιληφθέντα στους προβληθέντες ισχυρισμούς της προς απόκρουση της αγωγής του. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως απαράδεκτος και απορριπτέος, αφενός ως αόριστος (άρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔ), εφόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι η παραπάνω αιτίαση είχε προβληθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν καθορίζεται δηλαδή ο χρόνος και ο τρόπος της πρότασης ή επαναφοράς του ισχυρισμού, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο, αν ο ισχυρισμός ήταν παραδεκτός και νόμιμος, και, όταν το δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εξέταζε την υπόθεση στην ουσία της, και αφετέρου, επειδή η προβαλλόμενη αιτίαση δεν αφορά παραδοχή από το Εφετείο πράγματος μη προταθέντος, κατά την έννοια του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά συμπέρασμα του Δικαστηρίου, το οποίο συνήγαγε από την εκτίμηση των αποδείξεων και εκ περισσού εκθέτει διηγηματικά προς ενίσχυση του αποδεικτικού του πορίσματος, το οποίο (αποδεικτικό του πόρισμα) στήριξε στην καταλληλότητα του εκ των διαδίκων γονέα για την ανάθεση της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου αυτών, με γνώμονα αποκλειστικά το αληθινό συμφέρον του ανηλίκου, και όχι αν υπήρχε ή όχι συμφωνία του αναιρεσείοντος να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου στην αναιρεσίβλητη μητέρα του.

Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 9γ’ ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση νοείται αυτοτελές αίτημα που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία, δηλαδή στο αίτημα ή στη βάση αγωγής, ανταγωγής, παρέμβασης ή ενδίκου μέσου, και όχι οποιαδήποτε αίτηση που υποβάλλεται από τους διαδίκους, ενώ οι διαδικαστικές αιτήσεις μπορούν να ιδρύσουν τον παρόντα λόγο μόνο όταν είναι υποχρεωτικές για το δικαστήριο της ουσίας και όχι όταν αυτές υπόκεινται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 709/2008). Αν το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί αιτήματος, χωρίς να διαλάβει οτιδήποτε στο σκεπτικό ή στο διατακτικό του το αίτημα τούτο θεωρείται ότι σιωπηρά απορρίφθηκε. Τέλος, ο ανωτέρω από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, εάν από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον Άρειο Πάγο (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό την αίτηση δικαστικής προστασίας (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 827/ 2020, ΑΠ 467/2019, ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 782/2017, ΑΠ 670/2016,ΑΠ 409/2016, ΑΠ 962/2013, ΑΠ 1506/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες ότι άφησε αδίκαστο το αίτημά του, το οποίο επανέφερε με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, να ερευνηθούν από όργανα της κοινωνικής υπηρεσίας οι συνθήκες διαβίωσης του ανήλικου τέκνου του και η ψυχική υγεία της ίδιας της αναιρεσίβλητης και των γονέων της, καθώς και επειδή αντιπαρήλθε σιγή τα αιτήματά του περί κατανομής του χρόνου άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου, και ανάθεσης της επιμέλειας αυτού αποκλειστικά στον ίδιο, ή τουλάχιστον από κοινού με την αναιρεσίβλητη μητέρα του, τα οποία, επίσης, επανέφερε στο Εφετείο με τους έβδομο και έκτο λόγους έφεσής του, αντίστοιχα. Με το περιεχόμενο αυτό, όμως, ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμα τα εν λόγω αιτήματα δικαστικής προστασίας του αναιρεσείοντος, απορρίπτοντας ρητώς ως ουσιαστικά αβάσιμους, μεταξύ άλλων, και τους πέμπτο, έκτο και έβδομο σχετικούς λόγους έφεσης, με τους οποίους επαναφέρθηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τα εν λόγω επίδικα αιτήματα, κρίνοντας, ειδικότερα, ότι από τη μετοίκηση αυτού από την οικογενειακή στέγη, το ανήλικο τέκνο των διαδίκων διαμένει με την αναιρεσίβλητη μητέρα του, στην πρώην οικογενειακή στέγη, η οποία έκτοτε ασκεί μόνη της την αποκλειστική επιμέλεια του προσώπου του, ενώ ασκεί το εν λόγω γονεϊκό της καθήκον με επάρκεια, επιδεικνύοντας έντονο και αμέριστο ενδιαφέρον για την ανατροφή του ανήλικου τέκνου και γενικότερα τη σωστή διαμόρφωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του, έχει δε τα προσόντα να ασκήσει το λειτουργικό καθήκον ως γονέας, καθόσον τρέφει αισθήματα αγάπης προς το ανήλικο τέκνο της, το οποίο φροντίζει με ιδιαίτερη στοργή, αφοσίωση και τρυφερότητα, επιδεικνύοντας αμέριστο ενδιαφέρον προς αυτό, είναι δε ικανή και άξια να το διαπαιδαγωγήσει με ηθικές αρχές, συμβάλλοντας θετικά στην ομαλή ψυχοσωματική και πνευματική του ανάπτυξη, καθώς και στην κοινωνική του καταξίωση, όπως άλλωστε έπραξε από τη μετοίκηση του εναγομένου-ενάγοντος από την οικογενειακή στέγη μέχρι και σήμερα. Επίσης ότι το ανήλικο έχει εγκλιματισθεί στο εκεί περιβάλλον, έχοντας αναπτύξει με την αναιρεσίβλητη ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό, και ότι με βάση αποκλειστικά το συμφέρον του ανηλίκου η τελευταία κρίνεται ως η πλέον κατάλληλη για την ανάληψη της επιμέλειάς του, ως έχουσα τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικότερα τη διαπαιδαγώγησή του και να επιδράσει ωφέλιμα επ’ αυτού, αφού έτσι διασφαλίζεται η μη διατάραξη του μέχρι τότε τρόπου ζωής του ανηλίκου και επιδιώκεται η εξασφάλιση της σταθερότητας, συνέχειας και ενότητας στις συνθήκες ανάπτυξης αυτού. Επίσης ότι από την ιατρική γνωμάτευση της παιδιάτρου, που παρακολουθεί από τη γέννησή του το ανήλικο, το τελευταίο έχει εξαιρετική σωματική ανάπτυξη, η κινητική και ψυχοπνευματική του εξέλιξη έχει κατακτήσει τα αναμενόμενα για την ηλικία του, έχει υποβληθεί σε όλους τους προβλεπόμενους εμβολιασμούς χωρίς πρόβλημα, ενώ δεν έχει καταγραφεί αξιόλογη νοσηρότητα στο τέκνο από λοιμώδη νοσήματα ή ατυχήματα και, τέλος, ότι η κατοικία της αναιρεσίβλητης, η οποία μάλιστα αποτέλεσε την πρώην οικογενειακή στέγη των διαδίκων, ουδόλως προέκυψε ότι είναι επικίνδυνη για την υγεία και την ανάπτυξη της υγείας του ανήλικου τέκνου. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερόμενα, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα αναθέτοντας την άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων αποκλειστικά στην αναιρεσίβλητη, την οποία έκρινε καταλληλότερη από τον αναιρεσείοντα, για τον οποίο, πάντως, διατήρησε την από κοινού με την αναιρεσίβλητη μητέρα του άσκηση των λοιπών λειτουργιών της γονικής μέριμνας του ανηλίκου, σε κάθε κρίσιμο ζήτημα, που ήθελε προκύψει στη μέχρι την ενηλικίωσή του διαδρομή του βίου του, καθώς και το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας αυτού με το ανήλικο, επικυρώνοντας, παράλληλα, τη διάταξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι δεν αποτελούσε κώλυμα για την πρόοδο της δίκης η παράλειψη υποβολής έκθεσης κοινωνικής έρευνας ως προς τις συνθήκες διαβίωσης του προαναφερομένου ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, κατά τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο διατάξεις των άρθρων 681 Γ’ παρ.1 και 2 εδ.α’ ΚΠολΔ και άρθρ. 19 παρ.4 Ν.2521/1997 (ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 1967/2014, ΑΠ 1413/2011). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε αποδεικτικό, κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα, έγγραφο περιεχόμενο, προφανώς, διαφορετικό από εκείνο που αναφέρεται στο έγγραφο αυτό, από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου ή από παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμου μέρους του, όχι δε και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας το περιεχόμενο του εγγράφου, όπως πράγματι έχει, άγεται σε κρίση διαφορετική από εκείνη την οποία θεωρεί ως ορθή ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση, η οποία ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011, ΑΠ 1401/2010, ΑΠ 2236/2009, ΑΠ 1176/2008). Τα διαδικαστικά έγγραφα, όμως, της ενεστώσας δίκης, όπως είναι τα δικόγραφα της αγωγής, οι εφέσεις και οι προτάσεις των διαδίκων, δεν αποτελούν αποδεικτικά έγγραφα, κατά την προδιαληφθείσα έννοια, καθώς και οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων κατά το μη αποδεικτικό μέρος τους (ΑΠ 48/1986) και, επομένως, δεν ιδρύεται ο παρών αναιρετικός λόγος, με την επίκληση της παραμόρφωσης του περιεχομένου τους (ΑΠ 791/2020,ΑΠ 625/2018, ΑΠ 1007/2009, ΑΠ 1517/2008, ΑΠ 1278/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πέμπτο και έκτο αναιρετικούς λόγους, αποδίδεται στο Εφετείο ότι, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια, γιατί παραμόρφωσε, αφενός το περιεχόμενο της με αριθμό ./2013 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της τότε αιτούσας και ήδη αναιρεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, κρίνοντας εσφαλμένα ότι αυτή αφορούσε προσωρινή διατροφή και ανάθεση προσωρινής επιμέλειας του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, ενώ αυτή αφορούσε αίτηση προσωρινής διατροφής και μόνο, και αφετέρου το περιεχόμενο της από 11.02.2013 και με αριθμ. κατ. ./21.02.2013 ένδικης αγωγής του ενάγοντος-εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, επί της οποίας η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με αίτημα μεταξύ άλλων, την ανάθεση της επιμέλειας της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων αποκλειστικά στον ίδιο και όχι την αφαίρεση αυτής από την εναγομένη-ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη μητέρα της, όπως εσφαλμένα διατυπώθηκε στο σκεπτικό της αναιρεσιβαλλόμενης διαλαμβάνοντας την παραδοχή ότι “…ακόμη και αν τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα περί επικίνδυνης ακτινοβολίας κ.λπ. ήταν αληθή, αυτό το γεγονός και μόνο δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για να αφαιρεθεί η επιμέλεια ενός ανηλίκου από τη μητέρα του και να δημιουργηθούν ψυχολογικά προβλήματα σ’ αυτό που μπορεί να σημαδέψουν το ανήλικο για όλη του τη ζωή…”, αντίστοιχα, δηλαδή με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά, από όσα διαλαμβάνονται στα παραπάνω έγγραφα. Αμφότεροι, όμως, οι εν λόγω προβαλλόμενοι λόγοι είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι, διότι τα επίμαχα ως άνω έγγραφα της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, κατά το μη αποδεικτικό της μέρος, αλλά και της αγωγής, που αφορά τη συγκεκριμένη (παρούσα δίκη), δεν είναι αποδεικτικά, αλλά διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία δεν υπόκεινται σε παραμόρφωση, κατά την έννοια του αναιρετικού, από το άρθρο 559 αριθμ.20 ΚΠολΔ, λόγου.

Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρ.176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς, δεν έχει κατατεθεί παράβολο, ώστε να τίθεται θέμα εισαγωγής του στο δημόσιο ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 17.12.2018 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 428/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2021.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ