ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»
ΑΠ 796/2023
Ευθύνη Τράπεζας, ως παρέχουσας τέτοιες υπηρεσίες, εφόσον δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του. Ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης. Η υποχρέωση ενημέρωσης των συναλλασσομένων καθίσταται εντονότερη προκειμένου περί σύνθετων τραπεζικών προϊόντων, όπως είναι τα ομόλογα που είναι συνδεδεμένα με το δείκτη Euribor. Πριν από τη σύναψη της σχετικής συμβάσεως, επιβάλλεται στην τράπεζα πλήρης και επαρκής έγγραφη πληροφόρηση των πελατών της, ιδίως δε για τους κινδύνους που συνδέονται με τα επενδυτικά προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο της συναλλαγής. Τοποθέτηση κεφαλαίων κατόπιν επενδυτικής συμβουλής σε υβριδικούς τίτλους μειωμένης εξασφάλισης. Η ζημία συνίσταται στα χρηματικά ποσά που διέθεσε ο ενάγων και επήλθε κατά τον χρόνο αγοράς των τίτλων συνεπεία της πλημμελούς επενδυτικής πληροφόρησης, συμβουλής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της τράπεζας. Η ίδια η αγορά των επενδυτικών προϊόντων είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του σφάλματος της τράπεζας. Χρονική σύμπτωση μεταξύ ζημιογόνου γεγονότος και προκληθείσας εξ αυτού ζημίας. Εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς. Η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος των χρηματικών ποσών που ο ενάγων τοποθέτησε στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσής τους. Πρόδηλη πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχαν επενδυθεί τα ποσά και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Η διεθνής οικονομική κρίση και η θέση της εκδότριας των ζημιογόνων ομολόγων υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης είναι μεταγενέστερα γεγονότα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάζεται ως προς την επέλευσή της από νομικά αδιάφορα μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας γεγονότα. Συνυπολογισμός οφέλους και ζημίας. Ορθά το Εφετείο απέρριψε σχετικό ισχυρισμό της τράπεζας, ως προς τους τόκους που εισέπραξε ο ενάγων από τα ομόλογα, εφόσον δέχθηκε ότι το κέρδος του αυτό δεν προκλήθηκε από το επιζήμιο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου του.
Αριθμός 796/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη – Εισηγητή, Γεώργιο Αυγέρη και Μαρί Δεργαζαριάν, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 14 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ALPHA ΒΑΝΚ», η οποία εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Κανέλλια, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: . , κατοίκου Καρπενησίου. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Τίγκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-1-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ευρυτανίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 53/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2020 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11-7-2020 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται: “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 14/2015, ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 27/1998). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, μόνον όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή τις γενικές και αφηρημένες αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων που αντλούνται από την εμπειρική πραγματικότητα με την βοήθεια της επιστημονικής έρευνας ή της επαγγελματικής ενασχόλησης και έχουν γίνει κοινό κτήμα, για την ανεύρεση με βάση αυτά της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ιδίως όταν αυτός περιέχει νομικές έννοιες, ή για την υπαγωγή ή όχι σ’ αυτόν των πραγματικών γεγονότων της διαφοράς και όχι όταν παραβιάζει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών γεγονότων, δηλαδή της ουσίας της υπόθεσης (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 50/2020, ΑΠ 931/2019). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 2/2019, ΑΠ 708/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, Κοινωνικώς επιβεβλημένης, απορρέουσας από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1007/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 669/2017). Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 1406/2021). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το ζήτημα τούτο κρίνεται εκ των προτέρων και ποτέ εκ των υστέρων. Δεν εξετάζονται οι ατομικές δυνατότητες και γνώσεις του συγκεκριμένου βλάψαντος, αλλά η δυνατότητα πρόγνωσης του μέσου συνετού ανθρώπου. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε κυριαρχικώς, ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή η μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντιθέτως, η κρίση ότι η πράξη ή η παράλειψη υπήρξε ή δεν υπήρξε ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (Ολ. ΑΠ 2/2019, ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 813/2019). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (εφεξής Ε.Π.Ε.Υ), που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24-4-1997), η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.” … Τρίτη αρχή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.” Τέταρτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς.” … Έβδομη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινόμενων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 536/2019, ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1738/2013). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 3 ν. 3587/2007, που ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια με πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή” (παρ. 1 εδ. α), ότι “ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας” (παρ. 1 εδ. β’ ), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), και ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας” (παρ. 4 εδ. α’), προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, μπορεί να είναι και τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου, με αυτή συμβεβλημένου προσώπου, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση, μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, περαιτέρω, ότι με αυτές θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας και στις περιπτώσεις ευθύνης, λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 1228/2019, ΑΠ 974/2018, ΑΠ 1028/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Λαμίας, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρει, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής: «Ο ενάγων (αναιρεσίβλητος) 46 ετών, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, είναι απόφοιτος μέσης εκπαίδευσης και κατοικεί στο Καρπενήσι, όπου διατηρεί επιχείρηση αρτοποιίας. Η εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία (αναιρεσείουσα), με έδρα την Αθήνα, διατηρεί υποκαταστήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και στο Καρπενήσι. Ο ενάγων ήταν πελάτης της εναγόμενης εταιρίας, και συγκεκριμένα του υποκαταστήματος αυτής στο Καρπενήσι, με το οποίο είχε μακρόχρονη συνεργασία, ήδη από δεκαετίας καθόσον σ’ αυτή αποταμίευε τα χρήματα που κέρδιζε από την εργασία του, επιλέγοντας την τοποθέτηση αυτών σε καταθετικούς λογαριασμούς έως το έτος 2004, όπως εκθέτει ο ίδιος στην αγωγή του και δεν αντικρούει η αντίδικος του. Επρόκειτο, δηλαδή, για έναν συντηρητικό αποταμιευτή και άπειρο επενδυτή, αφού έως το έτος 2004 διατηρούσε μόνον τραπεζικούς καταθετικούς λογαριασμούς. Το έτος 2004, ύστερα από παρότρυνση του Διευθυντή του υποκαταστήματος της εναγομένης στο Καρπενήσι, ο ενάγων άρχισε τη συνεργασία του με το τμήμα «Ιδιωτικής Τραπεζικής» (PRIVATE BANKING) της εναγομένης, το οποίο έδρευε στο Βόλο και το οποίο παρουσιάστηκε σ’ αυτόν από τον ανωτέρω Διευθυντή ως καταλληλότερο για την εξυπηρέτηση του λόγω του σημαντικού ύψους των τραπεζικών καταθέσεων που διέθετε. Προς το σκοπό ένταξης του στο τμήμα «Ιδιωτικής Τραπεζικής» (PRIVATE BANKING) της εναγομένης, μετέβη στο Καρπενήσι από το υποκατάστημα του Βόλου του τμήματος αυτού, ο αρμόδιος υπάλληλος της εναγομένης . , προκειμένου να ενημερώσει τον ενάγοντα για τις παροχές της πιο πάνω υπηρεσίας. Ο ενάγων επεσήμανε εξαρχής στον . ότι αποσκοπεί στην ασφάλεια του κεφαλαίου του, επιθυμώντας την τοποθέτηση των χρημάτων του σε προθεσμιακή κατάθεση, διατηρώντας την πρακτική που έως τότε ακολουθούσε με την τοποθέτηση των αποταμιεύσεων του. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι το κεφάλαιο του θα παρέμενε ασφαλές σύμφωνα με τα όσα ο ενάγων είχε εκθέσει ότι επιθυμούσε, καθώς και ότι η συνεργασία του με το τμήμα PRIVATE BANKING, η οποία απευθυνόταν σε καλούς πελάτες όπως ο ενάγων, θα λειτουργούσε προς όφελος του. Στη συνέχεια, από τους υπαλλήλους του τμήματος PRIVATE BANKING της εναγομένης παρουσιάστηκε στον ενάγοντα ως προαπαιτούμενο για την έναρξη της συνεργασίας τους η υπογραφή σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών την οποία ο ενάγων υπέγραψε στις 6-8-2004 και η οποία έφερε αριθμό … και τίτλο «Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών επί μη χρηματιστηριακών προϊόντων», στα πλαίσια της οποίας ο ενάγων αγόρασε το ομόλογο με την επωνυμία «…», ενώ λίγες ημέρες αργότερα, στις 27-8-2004 υπέγραψε και την με αριθμό … σύμβαση, που έφερε τον τίτλο «Σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών», η οποία αποτελεί ενιαίο σύνολο με τα παραρτήματα αυτής, ήτοι το Παράρτημα Α «Επενδυτικοί κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο επενδυτής», το Παράρτημα Β «Πρόσθετοι Παράγοντες Αξιολογήσεως επενδύσεων σε Αγορές του Εξωτερικού», το Παράρτημα Γ «Παραδοχές Αποτίμησης – Παραδοχές Υπολογισμού Αποδόσεων», τα έγγραφα με τίτλο «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΤΗ ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ», στα οποία περιλαμβάνονταν τα προσωπικά στοιχεία του επενδυτή-ενάγοντος και δηλώθηκε η διεύθυνση αλληλογραφίας του και η με ίδια ημερομηνία «Ανέκκλητη Εντολή-Εξουσιοδότηση», δυνάμει της οποίας αυτός παρείχε εξουσιοδότηση προς την εναγόμενη, μεταξύ άλλων, και για τη χρήση του λογαριασμού που τηρούνταν σ’ αυτή για την εξυπηρέτηση της σύμβασης. Στα ανωτέρω συμβατικά κείμενα που συνυπέγραψαν τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη περιλαμβάνονταν προδιατυπωμένοι όροι, χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης εκ μέρους του ενάγοντος, με τους οποίους η αντισυμβαλλόμενη του ενάγοντος εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση της κατάρτισης συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου του επενδυτή, επί του συνόλου των χρηματοπιστωτικών μέσων που προβλέπονταν στο Ν. 2396/1996, σύμφωνα με τις εντολές που θα ελάμβανε από αυτόν (άρθρο της σύμβασης), ότι αυτή δεν εγγυώνταν οποιοδήποτε αποτέλεσμα των επενδύσεων ούτε ευθύνονταν για οποιαδήποτε συναφή ζημία των επενδυτών, ότι δεν αναλάμβανε οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία την οποία τυχόν θα υφίστατο ο επενδυτής από συναλλαγή που θα καταρτίζονταν ως αποτέλεσμα εκτέλεσης εντολών του, ενώ ο επενδυτής δήλωνε ρητά ότι, οποιαδήποτε εντολή δίνονταν προς αυτή ήταν απόρροια της ελεύθερης επιλογής του, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας (άρθρο 8 της σύμβασης). Στα πλαίσια λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης και κατόπιν συμβουλών του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης, . , ο οποίος, χωρίς να παράσχει στον ενάγοντα οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική πληροφόρηση σχετικά με τους κινδύνους των προτάσεων του, αντίθετα τον διαβεβαίωνε ότι τα κάτωθι αναφερόμενα και προτεινόμενα απ’ αυτόν προϊόντα είναι εγγυημένα και ασφαλή, ως προς το κεφάλαιο που επενδύεται, όπως ακριβώς και οι προθεσμιακές καταθέσεις που μέχρι τότε διατηρούσε, καθώς και ότι ήταν άμεσα ρευστοποιήσιμα, ο ενάγων πείστηκε ότι οι αποταμιεύσεις του θα είναι εξασφαλισμένες και προέβη στις εξής ενέργειες: την 10η-2-2005 αγόρασε τίτλο με την επωνυμία … , ονομαστικής αξίας 42.000,00 ευρώ, την 27η-6-2005 τίτλο της … PLC, ονομαστικής αξίας 30.000,00 ευρώ, την 25η-5-2006 τίτλο της … GRP, ονομαστικής αξίας 20.000,00 ευρώ, την 26η-1-2007 τίτλο της RS FINANCE, ονομαστικής αξίας 50.000,00 ευρώ, ενώ είχε επενδύσει και μέρος των χρημάτων του σε μετοχές της ΔΕΗ, «ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ», Εμπορικής Τράπεζας, «EUROBANK PROPERTIES». Επίσης, και σε συνέχεια όλων των ανωτέρω συναλλαγών ο ενάγων, κατόπιν παροτρύνσεως του προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης, . προέβη την 31 η-1 -2007 στην αγορά τίτλου εκδόσεως της CYPRUS POPULAR BANK ονομαστικής αξίας 111.000,00 ευρώ καταβάλλοντος ποσό 112.152,92 ευρώ. Η εντολή αγοράς του παραπάνω προϊόντος έγινε τηλεφωνικά και στη συνέχεια υπογράφηκε σχετικό αποδεικτικό συναλλαγής στο υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι. Κατά τη λειτουργία των ως άνω συμβάσεων εντολής ο ενάγων λάμβανε κάθε μήνα από την τράπεζα (Private Bank) τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του, όπου οι επενδύσεις του στα ανωτέρω ομόλογα αναγράφονταν ως κατηγορία επένδυσης «ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ», οι καταθέσεις του αναγράφονταν ως κατηγορία επένδυσης «ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ», η αξία των μετοχών ως κατηγορία επένδυσης «ΜΕΤΟΧΕΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Όσον αφορά τον επίδικο τίτλο με την επωνυμία «CYPRUS POPULAR BANK 26.5.2016» με ISIN … , που εκδόθηκε στις 26-5-2006 από την τράπεζα «CYPRUS POPULAR ΒΑΝΚ», ήδη τελούσα σε ειδική εκκαθάριση, και αγοράστηκε από τον ενάγοντα ύστερα από συμβουλή και προτροπή των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, προέκυψε ότι ήταν μία ομολογία σε ευρώ, μειωμένης εξασφάλισης (subordinated note), κάτι το οποίο σημαίνει ότι έρχεται τελευταία σε προτεραιότητα ικανοποίησης σε περίπτωση ρευστοποίησης της εκδότριας του ομολόγου εταιρίας, κατ’ ουσίαν δηλαδή στερείται εγγυήσεως… , το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 1.000.000.000,00 ευρώ και διατέθηκε στους επενδυτές μέσω της «Deutshe Bank» ως αναδόχου και άλλων υποαναδόχων εταιριών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και η εναγόμενη τραπεζική εταιρία, ενώ το τοκομερίδιο του υπολογίζονταν και πληρώνονταν ανά τρίμηνο επί τη βάση του τρίμηνου επιτοκίου euribor πλέον 0,75 ετησίως έως την ημερομηνία ανάκλησης και πλέον 1,75% ετησίως μετά την ημερομηνία ανάκλησης. Λόγω αφενός της ρήτρας μειωμένης εξασφάλισης και αφετέρου της σύνδεσης του με τον δείκτη euribor αλλά και με βάση την ΠΔΤΕ 2501/2002 καθώς και με βάση την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών (ESMA), το επίδικο ομόλογο θεωρείται σύνθετο επενδυτικό προϊόν, κατά το χρόνο δε έκδοσης του βαθμολογούνταν (rating) από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s με Baal, ήτοι ήταν ομόλογο μέσης ποιότητας, όπου οι πληρωμές τόκων και κεφαλαίου θεωρούνται άμεσα καταβλητέες και ενέχουν πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο. Άλλωστε ο σύνθετος χαρακτήρας του εν λόγω ομολόγου CYPRUS POPULAR BANK αποδείχθηκε και από έγγραφο του οικονομικού πρακτορείου Bloomberg που αναφέρει τα χαρακτηριστικά του επιδίκου ομολόγου και το οποίο (έγγραφο) προσκόμισαν αμφότεροι οι διάδικοι, όπου ρητώς αναγράφεται ο όρος structured δηλαδή δομημένο… . Σύμφωνα με το από 5-5-2006 Πληροφοριακό Σημείωμα με το οποίο η εκδότρια εταιρία συνόδευσε το επίδικο ομολογιακό δάνειο προβλέπεται ότι «εντός της Ελλάδας οι ομολογίες θα προσφέρονται μόνο σε έμπειρους επενδυτές και σε θεσμικούς επενδυτές, επιπλέον κανένας κάτοικος Ελλάδας δεν επιτρέπεται να αγοράζει ομολογίες εκτός εάν το τίμημα κτήσης τους υπερβαίνει τα 50.000,00 ευρώ». Να σημειωθεί ότι για τον ομολογιακό αυτό τίτλο δεν είχε εγκριθεί ενημερωτικό δελτίο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ούτε είχε διαβιβαστεί σε αυτήν κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους (βλ. το αριθμ. πρωτ. ./6-9-2016 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Σκοπός της έκδοσης του συγκεκριμένου ομολογιακού δανείου, ήταν αποκλειστικά και μόνον η άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η διοχέτευση τους στην εκδότρια εταιρία για την ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής της επάρκειας. Δεν αποδείχθηκε, αντίθετα, ότι το ζημιογόνο ομόλογο κατατάσσονταν κατά το χρόνο αγοράς του στην χαμηλή κατηγορία επιπέδου κινδύνου με όρια πιθανοτήτων ασυνέπειας από 0,13 έως 0,56% σύμφωνα με τον προσκομιζόμενο από την εναγόμενη πίνακα του «Οδηγού για επενδυτές» του Χρηματιστηρίου Αθηνών, αφού ο οδηγός αυτός αφορά αξιολόγηση με βάση τον πίνακα της ελληνικής εταιρείας αξιολόγησης ICAP εταιρικών ομολόγων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών και όχι ομολόγων εκδόσεως αλλοδαπών εταιριών – τραπεζών εισηγμένων σε Χρηματιστήρια του εξωτερικού, όπως είναι το ζημιογόνο ομόλογο. Δεν αποδείχθηκε, επίσης, ότι η εταιρία αξιολόγησης ICAP είχε αξιολογήσει το ζημιογόνο ομόλογο, αντίθετα με τον οίκο Moody’s, ο οποίος το είχε κατατάξει στην κατηγορία Baal και ορθώς δέχθηκε τούτο η προσβαλλομένη απόφαση. Από όλα, λοιπόν, τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το ζημιογόνο ομόλογο CYPRUS POPULAR BANK ήταν ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, τίτλος της δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφάλισης, υψηλού κινδύνου, που ενέπιπτε στην έννοια του σύνθετου τραπεζικού προϊόντος, όπως ανωτέρω αναλυτικώς αναφέρεται και ενείχε σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο και δεν εντάσσονταν στην κατηγορία χαμηλού επιπέδου επενδυτικού κινδύνου, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης. Ο ζημιογόνος τίτλος όμως, ως ανωτέρω αναφέρεται, αφενός δεν απευθύνονταν σε επενδυτές με το προφίλ του ενάγοντος, ενός δηλαδή αποταμιευτή με συντηρητικό προφίλ και παντελώς άπειρου στα χρηματοοικονομικά, αφετέρου δε δεν περιλαμβάνονταν στους στόχους του ενάγοντος, δεδομένου ότι το κεφάλαιο του αποτελούνταν από τις αποταμιεύσεις από την εργασία του ως αρτοποιού, οι οποίες προορίζονταν για την μελλοντική εξασφάλιση της οικογένειας του και των ανηλίκων τέκνων του, καθώς και για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών του, γεγονός που ήταν γνωστό στους υπαλλήλους της εναγομένης, ενώ, περαιτέρω ο ενάγων δεν είχε ενημερωθεί ότι το κεφάλαιο του θα κινδύνευε σε περίπτωση πτώχευσης της εκδότριας του ομολογιακού δανείου, αλλά αντιθέτως ότι τούτο παράμενε ασφαλές και εγγυημένο… Ωστόσο αποδείχθηκε, ότι τα ανωτέρω στοιχεία δεν γνωστοποιήθηκαν στον ενάγοντα πριν την αγορά του ομολόγου, ούτε καν αναγράφονται στο προαναφερόμενο «αποδεικτικό εντολής συναλλαγής», το οποίο άλλωστε υπογράφηκε μετά την αγορά του ζημιογόνου τίτλου και στο οποίο, στο άνω αριστερό τμήμα αυτού αναγράφονταν η επωνυμία «ALPHA PRIVATE BANKING» και κάτωθεν αυτής οι επωνυμίες «ALPHA ΒΑΝΚ» και «ALPHA Private Bank» το οποίο δεν ανέφερε ούτε την πιστοληπτική του διαβάθμιση, ούτε, κυρίως, την ιδιότητα του ως μειωμένης εξασφάλισης, αλλά απλώς ότι επρόκειτο για το ομόλογο «CYPRUS POPULAR ΒΑΝΚ», ούτε αποδείχθηκε ότι στον ενάγοντα χορηγήθηκε προσυμβατικώς από την εναγόμενη άλλο ενημερωτικό των κινδύνων και των εν γένει χαρακτηριστικών του ζημιογόνου προϊόντος έγγραφο. Δεδομένου ότι όπως ήδη επισημάνθηκε το ανωτέρω Πληροφοριακό Σημείωμα της εκδότριας εταιρίας κυκλοφόρησε στις 5-5-2006, κατά την ημερομηνία αγοράς του επίδικου ομολόγου από τον ενάγοντα (31.01.2007) ήταν ήδη γνωστά στην εναγόμενη, που ασχολείται με τις τραπεζικές υπηρεσίες τα ως άνω στοιχεία, σε αντίθεση με τον ενάγοντα που δεν γνώριζε ούτε όφειλε να τα γνωρίζει, αφού θα έπρεπε να του παρασχεθούν από την εναγόμενη οι στοιχειώδεις πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο της συγκεκριμένης επένδυσης. Άλλωστε, ο λόγος που ο ενάγων εμπιστεύθηκε την εναγόμενη, ήταν το γεγονός ότι αυτή γνώριζε το χώρο των επενδύσεων και ανέμενε ότι θα τον ενημέρωνε και θα τον προστάτευε από τυχόν λανθασμένη επιλογή. Πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θα μπορούσε να έχει ο ενάγων, αφού για το συγκεκριμένο ομόλογο δεν είχε εγκριθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο, ούτε είχε διαβιβαστεί σε κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. ./6-9-2016 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Στους όρους δε αναδοχής του ομολόγου που αφορούσαν και την πρώτη εναγόμενη, ως κύρια ανάδοχο για την Ελλάδα, συμφωνήθηκε ότι δεν θα προσφερθεί ή πωληθεί δημοσίως και ότι δεν θα πωλήσει ή προσφέρει δημοσίως κανέναν τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και δεν θα συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαφήμιση, ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα με σκοπό την προσέλκυση κοινού της Ελλάδας στην αγορά των συγκεκριμένων τίτλων. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι δεν επιτρέπεται καμία δημόσια προσφορά των τίτλων στην Ελλάδα χωρίς την έκδοση και δημοσίευση ενημερωτικού δελτίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνου με όλες τις διατάξεις του Ν.3401/2005, το οποίο έπρεπε να είναι σύμφωνο με κάθε πράξη σχετική με τη δημόσια προσφορά των τίτλων και τη διάθεση τους στην Ελλάδα. Για τον ίδιο λόγο της δημόσιας προσφοράς άνευ εγκρίσεως και δημοσιεύσεως Ενημερωτικού Δελτίου του ομολόγου με την επωνυμία ALPHA FINANCE PLC, το οποίο επίσης είχε διατεθεί στον ενάγοντα πριν την πώληση του ζημιογόνου τίτλου, επιβλήθηκε πρόστιμο στην εναγόμενη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την υπ’ αριθμ. ./3-7-2018, όπως η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς βεβαίωσε τον ενάγοντα με την από ./27-11-2018 επιστολή της. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων του οποίου η μέχρι τότε επενδυτική εμπειρία περιοριζόταν στην τοποθέτηση των χρημάτων του σε προθεσμιακούς και απλούς καταθετικούς λογαριασμούς, πράξεις που δεν περιέκλειαν κινδύνους για το κεφάλαιο του, εάν είχε λάβει από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης πλήρη και σαφή πληροφόρηση σχετικά με τα πλήρη χαρακτηριστικά του επίδικου ομολόγου, το οποίο γι’ αυτόν ήταν ένα άγνωστο επενδυτικό προϊόν, και ειδικότερα για το πώς θα συμπεριφέρονταν η επένδυση του αυτή σε σχέση με την διακύμανση των τιμών των αγορών και ποια θα ήταν η εξάρτηση του κεφαλαίου του από την εξέλιξη των οικονομικών ζητημάτων της εκδότριας και εγγυήτριας του ομολόγου εταιρίας, καθώς επίσης και εάν η εναγόμενη του είχε παραδώσει αντίγραφο του Ενημερωτικού Δελτίου του ζημιογόνου ομολόγου ως όφειλε δυνάμει του άρθρου 20 του ν. 2396/96, εφόσον η ένδικη συναλλαγή ήταν εξωχρηματιστηριακή, αφού δεν προσκομίστηκαν έγγραφα που ν’ αποδεικνύουν το αντίθετο, ούτε οι μάρτυρες ανταποδείξεως κατέθεσαν κάτι τέτοιο, στοιχεία με τα οποία αυτός ουδόλως ήταν εξοικειωμένος, καθόσον δεν είχε ασχοληθεί στο παρελθόν με τέτοιου είδους επενδύσεις, σε κάθε δε περίπτωση σαφή εικόνα μπορούν να έχουν μόνο οι γνωστές του αντικείμενου και μάλιστα εξειδικευμένοι οικονομολόγοι, δεν θα είχε προβεί στην επιλογή του αυτή, αφού όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ο εναγών σε καμία περίπτωση δεν ενδιαφέρονταν για μία ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, από την οποία θα αποκόμιζε υψηλά κέρδη σε βραχύ χρονικό διάστημα. Ο ενάγων αντίθετα, ενδιαφέρονταν για μια προθεσμιακή κατάθεση ή τουλάχιστον ένα ασφαλές επενδυτικό προϊόν, που θα προσομοίαζε σ’ αυτά των προθεσμιακών καταθέσεων, το οποίο θα διασφάλιζε, πρωτίστως, την ύπαρξη και σταθερότητα του κεφαλαίου του και μακροπρόθεσμα θα του απέφερε κέρδη από τους τόκους. Τούτο καθίσταται σαφές από τις προηγούμενες επενδυτικές επιλογές και εμπειρία του, οι οποίες περιορίζονταν σε τοποθέτηση των αποταμιεύσεων του σε προθεσμιακούς ή απλούς καταθετικούς λογαριασμούς της εναγομένης. Ο ενάγων, εξάλλου, δεν διέθετε οποιασδήποτε μορφής ειδικότερη εκπαίδευση ή εμπειρία, η οποία θα του επέτρεπε να επιλέγει ο ίδιος τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων του, λόγω δε της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων, δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να κατανοήσει, να συνδυάσει και να αξιολογήσει το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών, που αφορούν τα πιο εξειδικευμένα επενδυτικά προϊόντα, ενώ τούτο τον καθιστούσε ανίκανο να ταξινομήσει τα προϊόντα αυτά ανάλογα με τον κίνδυνο που μπορούσε να περικλείει η επιλογή του. Προκειμένου, λοιπόν, να προβεί στην επιλογή τοποθέτησης στο επίδικο ομόλογο, ο ενάγων είχε ανάγκη την αποφασιστική συνδρομή των υπαλλήλων της διεύθυνσης ιδιωτικής τραπεζικής («PRIVATE ΒΑΝΚΙΝG») της εναγομένης, οι οποίοι φέρονταν ότι διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία επί των χρηματοπιστωτικών ζητημάτων, για τον λόγο αυτό, άλλωστε, αυτός παραπέμφθηκε στην εν λόγω διεύθυνση από το υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι, από το οποίο εξυπηρετούνταν μέχρι τότε… Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι, την 6η.8.2004 και 27η.8.2004, μεταξύ του ενάγοντος και της αντισυμβαλλομένης του, εναγομένης εταιρίας, στην πραγματικότητα καταρτίστηκαν σιωπηρά (δηλαδή χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου), συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, δεδομένου ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της διεύθυνσης ιδιωτικής τραπεζικής αυτής («PRIVATE BANKING»), οι οποίοι φέρονταν ότι διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις, ήταν αυτοί που διαμόρφωσαν το περιεχόμενο της επιλογής του ενάγοντος, δηλαδή των χρηματοοικονομικών προϊόντων που αποκτήθηκαν στα πλαίσια ισχύος τους, μεταξύ των οποίων και η αγορά του επίδικου ομολόγου. Υπό τους ανωτέρω όρους, το Δικαστήριο, το οποίο και μόνο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει το είδος μιας σχέσης με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που θα προσδώσουν σε αυτή τα μέρη, πολύ δε περισσότερο στην περίπτωση που ο χαρακτηρισμός αυτής γίνεται από το κυρίαρχο μέρος της, όπως στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη, λαμβανομένης υπόψη και της έλλειψης γνώσεων και εμπειρίας του ενάγοντος, κρίνει ότι η σχέση που συνέδεε τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ήταν αυτή της εκτέλεσης απλώς από την εναγόμενη των εντολών του ενάγοντος για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων κατόπιν απόφασης, στην οποία είχε καταλήξει αποκλειστικά και μόνο ο ίδιος, μετά από απλή ενημέρωση εκ μέρους των υπαλλήλων των εταιριών για τα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα, απορριπτόμενου του αντίστοιχου ισχυρισμού της εναγομένης, ότι η σχέση που την συνέδεε με τον ενάγοντα ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών του, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξη της στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασης του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έως το έτος 2011 αγνοούσε πλήρως το είδος και τους κινδύνους της επένδυσης του και ότι τότε για πρώτη φορά απευθύνθηκε στην εναγόμενη ζητώντας έγγραφη ενημέρωση, ενώ από τις επιστολές που προσκομίζει η εφεσίβλητη αποδεικνύεται ότι έκτοτε και έως την άσκηση της αγωγής του, ο ενάγων βρίσκονταν σε μια αναζήτηση της πραγματικής φύσης της επένδυσης του. Άλλωστε έως το έτος 2013 δεν είχε επέλθει καν η ζημία του ενάγοντος, οπότε εκείνος ευλόγως είχε πεισθεί από τις διαρκείς διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγομένης ότι το έτος 2016 θα αναλάμβανε πλήρως το επενδυθέν κεφάλαιο του. Κατά την λειτουργία των ως άνω συμβάσεων, ο ενάγων λάμβανε κάθε μήνα από την εναγόμενη τράπεζα (Private Bank) τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του, το περιεχόμενο της οποίας, λόγω της περιπλοκότητάς της, σε, καμία περίπτωση δεν μπορούσε να γίνει κατανοητό από τον ενάγοντα, λαμβανομένων υπόψη της χαμηλής του μόρφωσης, της έλλειψης εμπειρίας του και της εργασίας του σε έναν κλάδο (αρτοποιία) που απείχε πολύ από τον χώρο των επενδυτικών προϊόντων και στην οποία τα επίδικα ομόλογα αναγράφονταν, με κεφαλαία γράμματα, ως «ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ» «ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ», το οποίο αφενός μπορούσε να δημιουργήσει στον ενάγοντα την εύλογη πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο ομόλογο δεν ήταν επενδυτικό προϊόν υψηλού ρίσκου και ότι είχε σταθερή απόδοση, αφετέρου δε η αναγραφή αυτή λειτούργησε ενισχυτικά της πλάνης του ενάγοντος, καθόσον αυτός το μόνο που γνώριζε, και το όποιο άλλωστε του είχε τονίσει εμφατικά ο προστηθείς της εναγομένης . , ήταν το δικαίωμα του ενάγοντος να λαμβάνει τόκους σε τακτά χρονικά διαστήματα, γεγονός που συνέβαινε ανά τρεις μήνες, επισημαίνεται μάλιστα, ότι τα ομόλογα που είχαν αγοραστεί εν αγνοία του απέδιδαν τόκους ανά τρίμηνο όπως συνέβαινε και με τις προθεσμιακές καταθέσεις. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ενδιαφερόταν να επενδύσει τις οικονομίες του σε ασφαλείς τοποθετήσεις, όπως οι προθεσμιακές καταθέσεις, κατά τον τρόπο που έπραττε μέχρι την έναρξη της συνεργασίας του με το τμήμα PRIVATE BANKING της εναγομένης, όπως η τελευταία συνομολογεί, αποσκοπώντας στην άμεση ρευστοποίηση τους και σε καμία περίπτωση σε μια ριψοκίνδυνη υψηλού ρίσκου και απόδοσης επένδυση, όπως είναι η τοποθέτηση στους επίδικους τίτλους, ενώ δεν διέθετε οικονομικές γνώσεις και εμπειρία ώστε να επιλέγει ο ίδιος τα προϊόντα, στα οποία θα τοποθετούσε το κεφάλαιο του, γι’ αυτό το λόγο κατήρτισε με την εναγόμενη την ως άνω σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Το γεγονός ότι αυτός ήταν άπειρος σε τέτοιου είδους επενδύσεις επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε στο παρελθόν ασχοληθεί ποτέ με την αγορά επενδυτικών προϊόντων, πολλώ δε μάλλον με την αγορά επισφαλών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά όπως το επίδικο. Η εναγόμενη μέσω των υπαλλήλων της δεν προσέφερε στον ενάγοντα, δεδομένης της άγνοιας και απειρίας του στα θέματα των επενδύσεων, ακριβή και σαφή πληροφόρηση σε σχέση με το προτεινόμενο επενδυτικό προϊόν, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην κατανοήσει τους πιθανούς κινδύνους του. Ειδικότερα οι υπάλληλοι της εναγομένης περιορίστηκαν στο να διαβεβαιώσουν τον ενάγοντα ότι το επίδικο ομόλογο αποτελούσε επένδυση που ανταποκρίνονταν στο συντηρητικό του προφίλ, ότι το κεφάλαιο ήταν απολύτως εγγυημένο, και ότι, στη χειρότερη περίπτωση, θα το έπαιρνε πίσω αυτούσιο κατά τη λήξη του, ενώ δεν τον ενημέρωσαν, ότι πρόκειται για σύνθετο προϊόν μειωμένης εξασφάλισης και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του. Αντίθετα εάν σύμφωνα με την υποχρέωση που είχε η εναγόμενη από τη σύμβαση εντολής και τον ΚΔΕΠΕΥ, είχε χορηγηθεί στον ενάγοντα εγκεκριμένο από την αρμόδια προς τούτο Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και δημοσιευμένο προσηκόντως με βάση τις διατάξεις του Ν.3401/2005 Ενημερωτικό Δελτίο ή έστω εάν του είχε χορηγηθεί μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα το Πληροφοριακό Σημείωμα της εκδότριας εταιρίας και οι υπάλληλοι της του είχαν αναλύσει το περιεχόμενο του και του είχαν γνωστοποιήσει ότι το επίδικο ομόλογο απευθύνεται μόνο σε έμπειρους εξειδικευμένους και θεσμικούς επενδυτές, καθώς και ότι η εναγόμενη δεν αναλάμβανε οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, ο ενάγων δεν θα είχε επιλέξει την αγορά του επίδικου ομολόγου. Η πληροφόρηση του ενάγοντος ήταν ανεπαρκής και παραπλανητική, καθώς παραλείφθηκαν πληροφορίες τόσο ουσιώδεις, που εάν ήταν γνωστές θα είχαν οδηγήσει τον ενάγοντα σε διαφορετική απόφαση. Η εναγόμενη καθοδήγησε τον ενάγοντα στην αγορά ομολόγου, εστιάζοντας στα σημεία που τον ενδιέφεραν, όπως καλύτερη απόδοση και εξασφάλιση του κεφαλαίου, παραλείποντας σημαντικές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά της επένδυσης, όπως κίνδυνος απώλειας και μειωμένη εξασφάλιση, η γνώση των οποίων θα τον απέτρεπε από την συγκεκριμένη επένδυση, δεδομένου ότι θα κατανοούσε τον κίνδυνο να απωλέσει το κεφάλαιο που επένδυε εξαιτίας της επιλογής του. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων επέλεξε μόνος του, μεταξύ άλλων, το συγκεκριμένο ομόλογο, χωρίς συμβουλή και παρότρυνση των προστηθέντων υπαλλήλων της ουδόλως αποδείχθηκε, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν διέθετε καμία προηγουμένη εμπειρία ή εξειδικευμένες γνώσεις σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το επίδικο χρηματοοικονομικό προϊόν είχε εκδοθεί στην αλλοδαπή και διαπραγματεύονταν σε Χρηματιστήριο του εξωτερικού, ενώ στην Ελλάδα δεν είχε εγκριθεί και δημοσιευτεί ενημερωτικό δελτίο του. Επομένως, η εναγόμενη, δια του ανωτέρω προστηθέντος υπαλλήλου της, του τμήματος PRIVATE BANKING, . , δεν εκπλήρωσε την απορρέουσα από την καταρτισθείσα με τον ενάγοντα σιωπηρώς καταρτισθείσα σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών υποχρέωση της, να προβεί σε ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση αυτού για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επιδίκου επενδυτικού προϊόντος, για την εγγυήτρια και εκδότρια αυτού Τράπεζα CYPRUS POPULAR BANK, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του. Η υποχρέωση της δε αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, η σχετική σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών περιέχει απαλλακτικές της ευθύνης της ρήτρες, καθόσον αυτές (απαλλακτικές ρήτρες) στερούνται εγκυρότητας, ως αντικείμενες στην από τα άρθρα 332, 729 ΑΚ και 6 παρ. 12 ν. 2251/1994 προβλεπόμενη ακυρότητα «κάθε εκ των προτέρων συμφωνίας περιορισμού του παρέχοντος υπηρεσίες από την ευθύνη»…, προϋποθέτουν δε την πλήρη και ειλικρινή ενημέρωση του επενδυτή. Ωστόσο, οι ως προδιατυπωμένοι όροι, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδεικνύεται ότι επισημάνθηκαν ειδικώς στον αντισυμβαλλόμενο ούτε αποτέλεσαν περιεχόμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης και επιπλέον του ότι οι υπό 8.2 και 16.6 όροι κατ’ ουσίαν αποκλείουν οποιαδήποτε ευθύνη της εναγομένης διαταράσσοντας σημαντικά την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος των επενδυτών, αναπτύσσουν τις οποιεσδήποτε έννομες συνέπειες τους μόνο στο πλαίσιο της ευθύνης της εναγομένης με βάση τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση ερευνάται η συμπεριφορά της εναγομένης υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 914 ΑΚ. Τυχόν δε άνευ ετέρου εφαρμογή των συγκεκριμένων όρων και στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης θα έθετε εκποδών τις υποχρεώσεις της εναγομένης που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις σχετικές με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών… Με την ανωτέρω συμπεριφορά τους (αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης του ενάγοντα, καθώς και παροχής σ’ αυτόν σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και ασφάλεια του κεφαλαίου του), η εναγόμενη παρέβη τις συναλλακτικές υποχρεώσεις της, όπως το περιεχόμενο αυτών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, ταυτοχρόνως δε παρέβη υπαίτια, εν γνώσει της, τις διατάξεις του Κανονισμού δεοντολογίας ΕΠΕΥ, και ειδικά, την αναγραφόμενη στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη της παρούσας υποχρέωση τους να ενημερώνουν με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινόμενων για επένδυση τίτλων καθώς και τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, ενόψει της ιδιότητας του ενάγοντα, ως καταναλωτή. Η δε ως άνω παραλειπτική πρακτική των προστηθέντων της εναγόμενης, εξάγεται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, πως άπτεται του δόλου τους, και δη άμεσου, εγκείμενου σε σχετική κατευθυντήρια οδηγία της εργοδότριας τους, εκ του γεγονότος ότι η ίδια είχε την ιδιότητα της αναδόχου της έκδοσης της επίμαχης σειράς ομολόγων …, και συνεπώς, εξαρτούσε άμεσο οικονομικό συμφέρον προς ευρεία προώθηση στους επενδυτές – πελάτες της του συνόλου του αναδεχθέντος από την ίδια οικείου χαρτοφυλακίου, τα εγγενή χαρακτηριστικά ενσωμάτωσης σημαντικού πιστωτικού κινδύνου του οποίου καλώς γνώριζε ως εκ της θέσης της. Η ασαφής, ελλιπής και παραπλανητική πληροφόρηση του ενάγοντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το επίδικο ομόλογο, ως επενδυτικό προϊόν, δεν ήταν συμβατό με το επενδυτικό προφίλ του, είχε ως αποτέλεσμα να τον οδηγήσει στην επίμαχη οικεία επένδυση, στην οποία δεν θα κατέληγε, αν γνώριζε όλα τα ανωτέρω κρίσιμα χαρακτηριστικά του ομολόγου. Σημειώνεται ότι ο ενάγων υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και εφαρμόζεται εν προκειμένω ο ν. 2251/1994, αφού δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, δεδομένου ότι ούτε το ποσό, το οποίο επένδυσε, ήταν τόσο υψηλό, ενώ όπως αποδείχθηκε δεν είχε προηγούμενη ενασχόληση με επενδυτικά προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε διέθετε υπερβαίνουσα τον μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά του χαρακτηριστικά γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων είχε προηγούμενη επενδυτική εμπειρία, καθώς είχε επενδύσει και σε άλλα ομόλογα, τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι η σύγχρονη και η μεταγενέστερη αλλά εγγύτατη του επιδίκου χρονικού διαστήματος αγορά ομολογιών δεν συνιστά προηγούμενη μακροχρόνια ενασχόληση του…. Μάλιστα μέχρι την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης διαβίβασης εντολών ο ενάγων ουδέποτε είχε ασχοληθεί με αγορά ομολογιών, διατηρούσε δε, όπως προαναφέρεται, τα χρήματα του αποκλειστικά σε τραπεζικούς καταθετικούς λογαριασμούς στο υποκατάστημα της εναγομένης στο Καρπενήσι, όπως άλλωστε η ίδια συνομολογεί. Σε αντίθετη κρίση, ήτοι περί πεπειραμένου επενδυτή, δεν μπορεί να οδηγήσει η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντος, κάποιων μετοχών εταιριών εισηγμένων στο Ελληνικό Χρηματιστήριο (ΔΕΗ Α.Ε., «ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ», Εμπορικής Τράπεζας, EUROBANK PROPERTIES), οι οποίες άλλωστε αποτελούσαν πολύ μικρό ποσοστό της αξίας του χαρτοφυλακίου του, καθώς από αυτές δεν αναιρείται, το γεγονός ότι ο ενάγων απέβλεπε προεχόντως στην διατήρηση του κεφαλαίου του και στην άμεση ρευστοποίηση των επενδύσεων του, υπαγόμενος εν προκειμένω στις διατάξεις περί προστασίας καταναλωτή. Ομοίως απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι παρείχε στον ενάγοντα την προσήκουσα πληροφόρηση με την αποστολή σ’ αυτόν των οικείων παραστατικών αποτίμησης του χαρτοφυλακίου του και κίνησης του λογαριασμού μετά των τριμήνων εκτοκισμών, καθώς η εν λόγω ενημέρωση αφορά αποκλειστικά την πορεία του ομολόγου και σε καμία περίπτωση την αναγκαία ενημέρωση του για τους ενδεχόμενους κινδύνους από την αγορά του επίδικου ομολόγου και το σπουδαιότερο, για το εάν το επενδυθέν κεφάλαιο του αυτό ήταν εξασφαλισμένο κατά τη λήξη του, πράγμα που ενδιαφέρει τον κάθε επενδυτή, που αποβλέπει, με τη συγκεκριμένη επενδυτική επιλογή, στην εξασφάλιση του κεφαλαίου του και στην είσπραξη τόκων στο μέχρι τότε χρονικό διάστημα… Επομένως, η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγόμενων, αποτελεί συγχρόνως και αδικοπρακτική ευθύνη αυτών, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288, των διατάξεων του ν.2251/1994 αλλά και του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ. Ο δε ισχυρισμός της εναγομένης ότι η απώλεια του ως άνω επενδυθέντος κεφαλαίου του ενάγοντος οφείλεται αποκλειστικά στην απρόβλεπτη και αναπάντεχη οξεία οικονομική κρίση, που ενέσκηψε μετά το 2008 στις παγκόσμιες συναλλαγές με την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας «LΕΗΜΑΝ BROTHERS», κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, για τον λόγο ότι η συγκεκριμένη χρηματική απώλεια, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, συνδέεται αιτιωδώς, κατά την έννοια της προσφορότητας ως προς την επέλευση κατά την απόλυτα συνήθη πορεία των πραγμάτων (causa adequata) και της ένταξης του οικείου περιουσιακού αγαθού στο σκοπό προστασίας των συναφώς παραβιασθέντων κανόνων της σχετικής περί της Ε.Π.Ε.Υ. νομοθεσίας, με την από μέρους της παραβίαση της αρχής της καταλληλότητας, δια της πρότασης στον ενάγοντα προς αγορά του επίδικου ομολόγου και της πραγμάτωσης του ενσωματωθέντος σε αυτό και μη ανταποκρινόμενου στο συντηρητικό επενδυτικό προφίλ του, πιστωτικού κινδύνου, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τον τελευταίο της ενημέρωσης που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσει την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσει ο ίδιος εάν θα επιλέξει την προτεινόμενη προς αυτόν τοποθέτηση του κεφαλαίου του, αναλαμβάνοντας μέσω της επιλογής του, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία, αλλά και την παράλειψη, κατά τη διάρκεια ζωής της οικείας επένδυσης, να ενημερώσει για την άμεση πιθανότητα επέλευσης του συγκεκριμένου κινδύνου και να προτείνει εναλλακτικά προϊόντα διάθεσης των επενδυθέντων κεφαλαίων προς αντιστάθμιση του. Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγομένης περί ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας, δεδομένου ότι η ζημία στον ενάγοντα δεν προκλήθηκε από την πλημμελή και παραπλανητική ενημέρωση του από τους προστηθέντες υπαλλήλους τους, αλλά από γεγονότα που δεν μπορούσαν κατά το χρόνο αγοράς του επίδικου ομολόγου να προβλέψουν, ήτοι της κατάρρευσης της τράπεζας LEHMAN BROTHERS, των συνεπειών που αυτή προκάλεσε στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην κρίση της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας, καθώς και της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην λήψη βίαιων μέτρων για την αντιμετώπιση της, όπως ήταν και η απόφαση περί θέσεως σε εκκαθάριση της εκδότριας του επίδικου ομολόγου Τράπεζας. Τούτο δε διότι, αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο έπρεπε να γνωστοποιήσουν στον ενάγοντα ήτοι ότι η εκδότρια και εγγυήτρια τράπεζα CYPRUS POPULAR BANK δεν έχει τις απαραίτητες εγγυήσεις για την εξόφληση των ομολογιών, και ότι υπήρχε, σε περιβάλλον οικονομικής αστάθειας, κίνδυνος απώλειας ακόμη και του κεφαλαίου του… Άλλωστε, η ζημία του ενάγοντος επήλθε από την κακή πορεία της εκδότριας του ζημιογόνου ομολόγου Λαϊκής τράπεζας Κύπρου και όχι από την απόφαση της Κεντρικής τράπεζας Κύπρου να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της εκδότριας του ζημιογόνου ομολόγου τράπεζας, η οποία (ανάκληση) δεν ήταν αντικειμενικά μη προβλέψιμη αλλά σταδιακή, ούτε ο Ν.17(Ι)/2013 της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν απρόβλεπτος εξωτερικός παράγων που προκάλεσε την πτώχευση της Λαϊκής τράπεζας Κύπρου, αφού ο εν λόγω νόμος εκδόθηκε επειδή ακριβώς η εκδότρια είχε ήδη καταρρεύσει και προκειμένου να περιοριστούν οι συνέπειες στην κυπριακή οικονομία από το γεγονός αυτό. Κατόπιν των ανωτέρω η περιουσιακή ζημία που υπέστη ο ενάγων συνίσταται στο ποσό των 112.152,92 ευρώ που είναι το ποσό που ο ενάγων δαπάνησε για την αγορά του επίδικου τίτλου. Επιπλέον, η εναγόμενη, που φέρει και το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν απέδειξε ότι ο ενάγων θα αγόραζε το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω δηλαδή και αν είχαν δοθεί σε αυτόν όλες οι επιβαλλόμενες συμβουλές και πληροφορίες, και ειδικότερα αν είχε ενημερωθεί με ακρίβεια και σαφήνεια για το γεγονός ότι το ομόλογο της CYPRUS POPULAR BANK, ήταν σύνθετο – δομημένο και είχε τα αναλυτικά αναφερόμενα ανωτέρω χαρακτηριστικά που το καθιστούσαν μια ιδιαίτερα επισφαλή επένδυση και ότι αυτό ήταν μειωμένης εξασφάλισης, σύμφωνα με την αξιολόγηση του από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, που κατά το χρόνο αγοράς του ήταν Baal, ήτοι ανήκε στην μεσαία διαβάθμιση και όχι στην πρώτη κατηγορία στην οποία κατατάσσονται τα αξιόπιστα από πλευράς επενδυτικής ποιότητας ομόλογα, τα οποία ταίριαζαν στο προφίλ του ενάγοντος …». Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, και, στη συνέχεια, δικάζοντας την υπόθεση στην ουσία της, δέχθηκε εν μέρει και ως ουσία βάσιμη την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και επιδίκασε σ’ αυτόν με την προσβαλλόμενη απόφαση του το συνολικό ποσό των 1 15.152,92 ευρώ και δη α) ως αποζημίωση για την ζημία που υπέστη από την εις βάρος του αδικοπραξία το ποσό των 1 12.152,92 ευρώ και β) ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπραξία αυτή των προστηθέντων της εναγομένης το ποσό των 3.000 ευρώ.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 7 παρ.1 του Ν. 2396/1996, αλλά και εκείνες των άρθρων 914, 281, 288 ΑΚ, και του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, αφού, με βάση τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, οι προστηθέντες υπάλληλοι της αναιρεσείουσας παρέβησαν το καθήκον διαφώτισης του αναιρεσίβλητου, που είχε την ιδιότητα του καταναλωτή, και δεν προσέφεραν σ’ αυτόν σαφή, ορθή, πλήρη και κατάλληλη συμβουλευτική καθοδήγηση σχετικά με το προταθέν επενδυτικό προϊόν, με αποτέλεσμα αυτός να μην είναι σε θέση να κατανοήσει ούτε τη φύση του ούτε τους πιθανούς κινδύνους του, αλλά, αντιθέτως, του παρέσχαν ανεπαρκή και παραπλανητική πληροφόρηση σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και τον επενδυτικό κίνδυνο που αναλάμβανε και ειδικότερα, ότι κατά την παροχή σ’ αυτόν της επενδυτικής συμβουλής για την αγορά του επίδικου ομολόγου, παρέστησαν στον αναιρεσίβλητο ότι πρόκειται για απλό τραπεζικό ομόλογο, χωρίς κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, παραλείποντας να τον ενημερώσουν για τα χαρακτηριστικά του ομολόγου και συγκεκριμένα δεν τον ενημέρωσαν ότι αυτό ήταν σύνθετο επενδυτικό προϊόν, μειωμένης εξασφάλισης, με διαβάθμιση Baal, που ενείχε πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο, αγνοώντας δε τα παραπάνω προέβη ο αναιρεσείων στην άνω επένδυση, ενώ αν είχε ενημερωθεί και γνώριζε τούτο, ότι δηλαδή το ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του, δεν θα είχε αποδεχθεί τη συγκεκριμένη επένδυση. Η παράβαση των εκ του ανωτέρω κώδικα και του ν. 2251/1994 υποχρεώσεων της αναιρεσείουσας στοιχειοθετεί την αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και η οποία (αμελής συμπεριφορά) κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν πράγματι πρόσφορη να προκαλέσει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο και (κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της) προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, Ο προσδιορίζεται δε με σαφήνεια και το ύψος της θετικής ζημίας του αναιρεσιβλήτου. Το Εφετείο ουδόλως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 361 και 714 ΑΚ, ούτε άλλωστε, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ήταν εφαρμοστέες. Εξάλλου, το Εφετείο ούτε και εκ πλαγίου παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, καθόσον διέλαβε στην απόφαση του, αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της πρόκλησης ζημίας στον αναιρεσίβλητο, της ιδιότητας του ως καταναλωτή, του προσδιορισμού του ύψους της ως άνω ζημίας του και της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας και της προκληθείσας από αυτή ζημίας του αναιρεσιβλήτου, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης διαλαμβάνονται όλα τα αναγκαία περιστατικά, που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές, ως άνω, αποδεικτικό της πόρισμα και δη: α) οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η συγκεκριμένη υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, κατά παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και του ν. 2251/1994, η οποία συνιστά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη σχετική νομική σκέψη, παρανομία και, συγκεκριμένα, ότι η συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, στην οποία ο αναιρεσίβλητος προέβη ενεργώντας ως μέσος καταναλωτής, είχε το χαρακτήρα παροχής συμβουλών προς τον αναιρεσίβλητο επενδυτή και ότι οι πληροφορίες, που οι προστηθέντες της αναιρεσείουσας παρείχαν σ’ αυτόν, δεν ήταν επαρκείς, αφού το επίδικο ομόλογο δεν ήταν απλό αλλά σύνθετο προϊόν με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και υψηλό κίνδυνο, β) ότι η αναιρεσείουσα, ειδικότερα, δεν εκπλήρωσε την απορρέουσα από την ένδικη σύμβαση, αλλά και από τις άνω διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 περί καταναλωτή, υποχρέωση της να προβεί σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση του αναιρεσιβλήτου για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, το οποίο γνώριζαν ότι αυτός ήθελε να εξασφαλίσει, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης αυτού σχετικά με τις επενδύσεις, αλλά, αντιθέτως, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, υπέδειξε στον άπειρο στις σχετικές συναλλαγές αναιρεσίβλητο, ως ασφαλή και επωφελή την ένδικη επένδυση και τον έπεισαν να την επιλέξει, γ) ότι η ζημία του αναιρεσιβλήτου συνίσταται στην αδυναμία του να εισπράξει, για τους διαλαμβανόμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγους που αφορούν τη φύση του επίδικου επενδυτικού προϊόντος, το επενδεδυμένο κεφάλαιο του, στο σύνολο του και, ειδικότερα, στην αδυναμία του να το εισπράξει κατά τον ορισθέντα χρόνο επιστροφής του και δ) ότι η εν λόγω αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της αναιρεσείουσας ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο, κατά τις ανέλεγκτες περί τα πράγματα ως άνω παραδοχές του Εφετείου, και επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ δεν θα επερχόταν, αν οι προστηθέντες αυτοί υπάλληλοι δεν είχαν ενεργήσει κατά τον προαναφερόμενο παράνομο τρόπο. Περαιτέρω, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος διακόπηκε λόγω του ότι μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας του αναιρεσιβλήτου παρεμβλήθηκαν απρόβλεπτες περιστάσεις και συγκεκριμένα η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα και το τραπεζικό σύστημα, καθώς και η ανάκληση της άδειας της εκδότριας εταιρίας και η θέση αυτής υπό ειδική εκκαθάριση. Ειδικότερα, με βάση όσα δέχθηκε το Εφετείο για το ζημιογόνο γεγονός, τη ζημία του αναιρεσιβλήτου και τη μεταξύ αυτών σύνδεση, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευσή του από τα ως άνω συμβάντα, τα οποία αποτελούν γεγονότα αδιάφορα για το κρίσιμο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, ως μεταγενέστερα του χρόνου επέλευσης της ζημίας. Στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβολή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, ο επενδυτής ενάγων δεν θα είχε επιλέξει να προχωρήσει σ’ αυτή και θα είχε διατηρήσει στην περιουσία του το ποσό που επενδύθηκε. Η αγορά του ένδικου ομολόγου αποφασίσθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης, η οποία εμφιλοχώρησε κατά το στάδιο πριν από την αγορά του, ως συνέπεια της πλημμελούς πληροφόρησης και συμβουλής. Συνεπώς, η ίδια η αγορά του ομολόγου, άρα και η ίδια η τοποθέτηση του άνω χρηματικού ποσού, η οποία δεν απετράπη, είναι το επιζήμιο αποτέλεσμα του προηγηθέντος σφάλματος της αναιρεσείουσας. Επομένως, κατ’ εφαρμογή της θεωρίας της διαφοράς (σύγκριση υποθετικής με υπάρχουσα περιουσιακή κατάσταση), η αποκαταστατέα ζημία, που συνδέεται αιτιωδώς με τις γενόμενες δεκτές ως παράνομες πράξεις της αναιρεσείουσας, ταυτοποιείται στο ύψος του χρηματικού ποσού που ο αναιρεσίβλητος τοποθέτησε στη συγκεκριμένη επένδυση (θετική ζημία) και αποκαθίσταται μέσω της απόδοσης του. Έτσι, η πλήρωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία είναι από τα πράγματα πρόδηλη, αφού χωρίς τη συγκεκριμένη πράξη δεν θα είχε επενδυθεί το εν λόγω ποσό και θα είχε αποφευχθεί η ζημία. Εφόσον λοιπόν η ζημία του αναιρεσιβλήτου, κατά τις ανωτέρω αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επήλθε ήδη κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης, το επελθόν αποτέλεσμα της ζημίας δεν επηρεάσθηκε ως προς την επέλευση της από την οικονομική κρίση που, μεταγενέστερα, έπληξε τη χώρα και το τραπεζικό σύστημα, ούτε από την ανάκληση της άδειας της εκδότριας εταιρείας και τη θέση αυτής υπό ειδική εκκαθάριση το έτος 2011. Σε κάθε περίπτωση, ο ως άνω απορριφθείς ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, δεδομένου ότι το αν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ή εάν επήλθε ή όχι διακοπή αυτού είναι ζητήματα πραγματικά, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο γιατί είναι όντως πραγματικό ζήτημα το αν ένα γεγονός υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αιτία, με την έννοια του αναγκαίου όρου, ενός αποτελέσματος ή αντίστροφα, καθώς και το εάν μεταξύ του γεγονότος και του αποτελέσματος μεσολάβησε ένα άλλο γεγονός, το οποίο διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο με το πρώτο και επέφερε αποκλειστικά το αποτέλεσμα (ΑΠ 354/2022, ΑΠ 1406/2021). Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έβδομος, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους η αναιρεσείουσα αφενός μεν προβάλλει αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, αφετέρου δε προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νόμιμης βάσης, που είναι διάσπαρτες στους άνω λόγους της αίτησης αναίρεσης, πλήττουν, με επίφαση την παράβαση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, την αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ) επί της ουσίας κρίση του Εφετείου (ΑΠ 977/2017, ΑΠ 680/2016), καθόσον αναφέρονται στην από το Εφετείο εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την παροχή επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους της αναιρεσείουσας, την πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης διαφώτισης του αναιρεσίβλητου κατά το χρόνο της παροχής συμβουλών για την αγορά του επίδικου ομολόγου, την ιδιότητα του επίδικου ομολόγου ως σύνθετου και όχι απλού, την άγνοια του αναιρεσίβλητου ως προς το είδος της επένδυσης και την εμπειρία του και την μη ενημέρωση του ως προς τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, περαιτέρω δε, στην ανάλυση και στάθμιση τους και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτες. Τέλος, η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα, με το οικείο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ως προς το ζήτημα της καταρτίσεως μεταξύ των διαδίκων σιωπηρός σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, δεν αφορά στην εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς, αλλά αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την άνω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997). Επομένως, δεν αποτελούν “πράγματα” η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 536/2019). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 250/2014) ή όταν αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τα οικεία σκέλη των δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγων της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται το Εφετείο, διότι δεν έλαβε υπόψη του και άφησε αναπάντητους προβληθέντες ουσιώδεις ισχυρισμούς της και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη του: α) τον ισχυρισμό της για την ύπαρξη και προηγούμενης της επίδικης σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών αλλά και της προηγούμενης αγοράς ομολόγων από τον ενάγοντα, β) τον ισχυρισμό της ότι οι ουσιώδεις όροι της επίδικης σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών αφορούσαν μόνο το ζήτημα της λήψης και διαβίβασης εντολών του ενάγοντος και όχι την παροχή επενδυτικών συμβουλών, γ) τον ισχυρισμό της ότι έλαβε χώρα έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος περί των κινδύνων της επίμαχης επένδυσης με την επίδικη σύμβαση και δ) τον ισχυρισμό της περί απαλλαγής της με βάση τους επικληθέντες όρους της μεταξύ τους καταρτισθείσης σύμβασης. Ωστόσο, όλες οι ως άνω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι απαράδεκτες, καθόσον οι ισχυρισμοί αυτοί, έναντι της αγωγικής βάσεως που θεμελιώνεται στην αδικοπραξία, συνιστούν (αιτιολογημένη) άρνηση και επομένως δεν είναι πράγμα κατά την έννοια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Σε κάθε δε περίπτωση, το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε εκ των πραγμάτων, αφού δέχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε σιωπηρά σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών και την ύπαρξη, βάσει αυτής, υποχρέωσης της αναιρεσείουσας να προβεί σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση του αναιρεσιβλήτου για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, υποχρέωση που δεν τήρησε αυτή. Περαιτέρω, με τα οικεία σκέλη των τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγων της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο, διότι έλαβε υπόψη του ισχυρισμό που δεν προβλήθηκε από τον αναιρεσίβλητο και δη της κατάρτισης μεταξύ των διαδίκων σύμβασης επενδυτικών συμβουλών, ενώ στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής δεν διαλαμβάνεται ιστορικό σιωπηρώς συναφθείσας σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών. Οι αιτιάσεις αυτές, είναι αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι με αυτήν ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος επικαλέσθηκε για τη θεμελίωση της αγωγής του τη σύναψη σιωπηρός σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών πριν την αγορά του επίδικου ομολόγου. Σε κάθε περίπτωση, όπως συνάγεται, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335, 337, 338 και 559 αρ. 1 και 8 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος ή υποχρέωσης), στην προκειμένη δε περίπτωση, το Εφετείο ρητά δέχθηκε, στα πλαίσια της άνω δυνατότητας του να προσδώσει τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό στα γεγονότα που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκαν σιωπηρά (δηλαδή χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου), συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών-συμβουλών, κρίνοντας εν τέλει ότι η σχέση που συνέδεε τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ήταν αυτή της εκτέλεσης απλώς από την αναιρεσείουσα των εντολών του αναιρεσίβλητου για την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων και απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η σχέση που την συνέδεε με τον αναιρεσίβλητο ήταν αυτή της απλής λήψης και διαβίβασης των εντολών του, χωρίς καμία συμβουλή και ανάμειξη της στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης απόφασης του.
Κατά το άρθρο 300 παρ. 1 εδ. α΄ ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκταση της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α) η ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση και β) ο ζημιωθείς να συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία του ή την έκταση της, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση ή την έκταση της ζημίας του. Η έννοια της συνυπαιτιότητας είναι νομική και γι’ αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος νια την επέλευση της ζημίας του ή την έκτασή της, δηλαδή ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα συγκροτούν ή όχι την έννοια της συνυπαιτιότητας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας (ολΑΠ 15/2006, ΑΠ 398/2020, ΑΠ 437/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε τα ακόλουθα σε σχέση με την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του αναιρεσιβλήτου στην επέλευση της ζημίας του, λόγω της επικαλούμενης μη εκ μέρους του ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου: «… Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι το έτος 2012 η εναγόμενη ενημέρωσε τον ενάγοντα για την πρόταση που απηύθυνε η «CYPRUS POLULAR BANK» προς τους κατόχους που επίδικου ομολόγου, οι οποίοι συμμετέχοντας ουσιαστικά στο «κούρεμα» τούτου, μπορούσαν να λάβουν το 55% της αξίας του. Ο ενάγων δεν προέβη στην αποδοχή της πρότασης αυτής, διότι ναι μεν του διαβιβάστηκε η πρόταση αυτή από την εναγόμενη, πλην όμως αυτή ουδόλως διαφοροποίησε τις έως τότε διαρκείς και ρητές συστάσεις και διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της ότι ο ενάγων θα ελάμβανε το σύνολο του κεφαλαίου του κατά τη λήξη του ομολόγου το έτος 2016 (υπ’ αριθμ. ./7-7-2011 επιστολή της εναγόμενης που προσκομίζει η ίδια), χωρίς ωστόσο εκείνοι να του υποδείξουν κάτι άλλο, απορριπτόμενης ως ουσία αβάσιμης της ενστάσεως της εναγομένης περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος. Εξάλλου, η προτεινόμενη επιλογή ρευστοποίησης του ομολόγου στις παραπάνω αξίες θ’ αποτελούσε επιλογή ουσιαστικά οικονομικής ζημίας και όχι επιλογή περιστολής της ζημίας, διότι η εκ του ομολόγου αξίωση εξαντλούνταν με βάση την ανωτέρω προσφορά της εκδότριας τράπεζας, σε εξαιρετικά μικρό μέρος της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, ενώ ο ενάγων, λαμβάνοντας αυτό το ποσό, δεν θα διατηρούσε καμία άλλη αξίωση αποζημίωσης εκ των ομολόγων… ». Από τις παραδοχές αυτές προκύπτει σαφώς ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον άνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί συνυπαιτιότητας του αναιρεσιβλήτου κατά ποσοστό 99% στην επέλευση της ζημίας του και τον απέρριψε ρητά ως ουσία αβάσιμο με την άνω αιτιολογία. Επομένως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη πράγματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στη δίκη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του έλαβε υπόψη του τον άνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας και τον απέρριψε. Περαιτέρω, με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο και απέρριψε ως αβάσιμο τον άνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί συνυπαιτιότητας του αναιρεσιβλήτου στην επέλευση της ζημίας του, δεν παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, αφού, με βάση τις άνω ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης, σύμφωνα με τις οποίες ναι μεν διαβιβάστηκε στον αναιρεσίβλητο η άνω πρόταση ρευστοποίησης του επίδικου ομολόγου από την αναιρεσείουσα, πλην όμως αυτή ουδόλως διαφοροποίησε τις έως τότε διαρκείς και ρητές συστάσεις και διαβεβαιώσεις των υπαλλήλων της ότι ο αναιρεσίβλητος θα ελάμβανε το σύνολο του κεφαλαίου του κατά τη λήξη του ομολόγου το έτος 2016, δεν ήταν εφαρμοστέα η εν λόγω διάταξη. Επομένως, είναι αβάσιμος ο αυτός ως άνω λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει την ευθεία παραβίαση της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ και παράλληλα των διδαγμάτων της κοινής πείρας.
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (ΑΚ 298), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1406/2021, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον όγδοο και τελευταίο λόγο της αναίρεσης της η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή με εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ απέρριψε την ένσταση της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας ώστε να αφαιρεθεί από την τυχόν επιδικασθείσα στον αναιρεσίβλητο θετική ζημία η ωφέλεια που αποκόμισε από τα τοκομερίδια που εισέπραξε για το χρονικό διάστημα που κατείχε το επίδικο ομόλογο, συνολικού ποσού 20.864,54 ευρώ. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι: α) τα ποσά που εισέπραξε ο αναιρεσίβλητος από το τοκομερίδιο του επιδίκου ομολόγου είναι κέρδος που πρέπει να αφαιρεθεί από τη ζημία του, αφού αυτό προέκυψε από το ζημιογόνο γεγονός, ήτοι την πλημμελή ενημέρωση του από τους προστηθέντες υπαλλήλους της, σε προγενέστερο στάδιο από τη ζημία του και συγκεκριμένα κατά την τοποθέτηση των κεφαλαίων του στο επίδικο ομόλογο, και β) δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της αρχής της γενικής ρήτρας της καλής πίστης, αφού το κέρδος προήλθε ανεξάρτητα από τη δράση της και χωρίς κάποια έκτακτη προσπάθεια του ζημιωθέντος. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της, απέρριψε την ως άνω ένσταση με την εξής αιτιολογία: «Επιπλέον, η εφεσίβλητη επαναφέρει σύννομα, με τις προτάσεις της, στο παρόν Δικαστήριο την πρωτόδικα υποβληθείσα ένσταση της περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας (ΑΚ 298 εδ. α’) με την οποία ζητά ν’ αφαιρεθεί από το ποσό που θα επιδικαστεί στον ενάγοντα, το ποσό το οποίο αυτός εισέπραξε από την απόδοση του επίδικου ομολόγου ως τοκομερίδια. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι τα τοκομερίδια που έλαβε ο ενάγων αποτελεί μεν κέρδος του από την κατοχή των τίτλων, πλην όμως το κέρδος αυτό δεν προέρχεται από το ζημιογόνο γεγονός της απώλειας του κεφαλαίου του, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου στην εκδότρια του ομολόγου εταιρεία, η οποία το εκμεταλλεύτηκε με τον προσφορότερο γι’ αυτή τρόπο, αποδίδοντας στον ενάγοντα τους συμφωνηθέντες τόκους …. Έτσι ο ενάγων δικαιούται να κρατήσει το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. Άλλωστε η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία του ενάγοντος, αντίκειται στις αρχές της καλής πίστης, αφού ο τελευταίος τους έχει ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την μείωση του μεγαλύτερου μέρους του κεφαλαίου του…». Με το να απορρίψει το Εφετείο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τοκομεριδίων, που ο ενάγων έλαβε ως απόδοση του επίδικου ομολόγου, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδ. α΄και 914 ΑΚ, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες και τις οποίες ορθά εφάρμοσε, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο διότι, ναι μεν τα ως άνω ποσά αποτελούν κέρδος του αναιρεσιβλήτου από τον τίτλο που κατείχε, πλην όμως το κέρδος αυτό, (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτός υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση του κεφαλαίου αυτού στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στον αναιρεσίβλητο και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία του τελευταίου. Άλλωστε, ο προτεινόμενος (από την αναιρεσείουσα) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος, (από το ζημιογόνο γεγονός), να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο σχετικός όγδοος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις και διατυπώνει σχετικό αίτημα, σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11 Ιουλίου 2020 αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», για αναίρεση της με αριθ. 40/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στις 30 Μαΐου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ