Η ποινική μεταχείριση των δραστών διακίνησης ναρκωτικών διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη επιβαρυντικών περιστάσεων, με κυριότερη εκείνη που συνδέεται με την κατ’ επάγγελμα τέλεση και το προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ. Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4139/2013 προβλέπει ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή έως 1.000.000 ευρώ, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι δύο αυτές συνθήκες.
Η έννοια του «προσδοκώμενου οφέλους»
Κατά την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, το προσδοκώμενο όφελος δεν συνιστά τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αλλά λειτουργεί ως ποιοτική προϋπόθεση της ιδιαίτερα διακεκριμένης μορφής διακίνησης. Δεν απαιτείται να έχει επέλθει πράγματι το όφελος· αρκεί να τεκμαίρεται η δυνατότητα απόκτησής του βάσει πραγματικών περιστατικών, όπως:
- το είδος της ουσίας,
- η ποσότητα,
- η τιμή πώλησης στην παράνομη αγορά,
- και ο τρόπος διακίνησης.
Ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός του καθαρού κέρδους του δράστη, ούτε η αφαίρεση του κόστους προμήθειας ή μεταφοράς της ουσίας (βλ. ΟλΑΠ 1/2015, ΑΠ 78/2021, ΑΠ 1252/2023). Το όφελος λογίζεται ως συνολικό προσδοκώμενο ποσό, ακόμα και όταν η πράξη τελείται από κοινού, χωρίς να επιμερίζεται ανά δράστη (ΑΠ 422/2023, ΑΠ 321/2023, ΑΠ 308/2024).
Η πρόσφατη απόφαση ΑΠ 173/2025 επαναβεβαιώνει αυτή τη θέση. Το ανώτατο δικαστήριο αναίρεσε αθωωτική και απαλλακτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, ακριβώς επειδή δεν υπήρξε επαρκής αιτιολογία για την ανυπαρξία προσδοκώμενου οφέλους, παρότι υπήρχαν στοιχεία που το τεκμηρίωναν.
Η ειδική μεταχείριση του τοξικομανούς
Σύμφωνα με το άρθρο 30 ν. 4139/2013, τοξικομανής είναι εκείνος που έχει αποκτήσει έξη στη χρήση και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις (παρ. 1). Το άρθρο παρέχει στον εξαρτημένο δράστη τη δυνατότητα ευνοϊκότερης ποινικής μεταχείρισης (παρ. 4), φθάνοντας έως την ατιμωρησία για απλές πράξεις κατοχής (άρθρο 29 παρ. 1–2) και μειωμένη ποινή για διακίνηση (άρθρο 30 παρ. 4 περ. β’).
Ωστόσο, η νομολογία είναι σαφής: η ευμενής αυτή ρύθμιση δεν εφαρμόζεται στην ιδιαίτερα διακεκριμένη διακίνηση της παραγράφου 2 του άρθρου 23, ακόμη κι αν ο δράστης είναι τοξικομανής (ΑΠ 1103/2022, ΑΠ 1094/2022). Ο εξαρτημένος δράστης δεν μπορεί να τύχει της ειδικής ευεργετικής μεταχείρισης, εφόσον συντρέχει η επιβαρυντική περίσταση του κατ’ επάγγελμα χαρακτήρα και υφίσταται τεκμηριωμένα προσδοκώμενο όφελος άνω των 75.000 ευρώ.
Το σημείο αυτό αποτελεί σημαντική τομή στη θεωρία της ποινικής ευθύνης, καθώς θέτει όριο στην επιείκεια έναντι των εξαρτημένων δραστών και αναγνωρίζει ότι η δομική εμπλοκή τους σε κυκλώματα διακίνησης δεν μπορεί να καλύπτεται από την “ασπίδα” της εξάρτησης.
Συμπεράσματα
Η απόφαση 173/2025 του Αρείου Πάγου έρχεται να επιβεβαιώσει με σαφήνεια τις αρχές της νομολογίας σε δύο κρίσιμα πεδία:
- τη σαφή εννοιολόγηση και την αποδεικτική βάση του προσδοκώμενου οφέλους, και
- τη διακριτική εφαρμογή του καθεστώτος του τοξικομανή, με βάση το είδος και τη σοβαρότητα της πράξης.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι καθοριστικής σημασίας τα δικαστήρια της ουσίας να προβαίνουν σε εμπεριστατωμένη αιτιολογία κατά την κρίση τους για τη στοιχειοθέτηση ή μη των προϋποθέσεων αυτών. Η αιτιολογική πληρότητα δεν είναι απλώς εγγύηση δικαιϊκής ακρίβειας, αλλά και ασπίδα κατά της αυθαιρεσίας σε έναν εξαιρετικά ευαίσθητο ποινικό τομέα.