ΠΤΩΧΕΥΣΗ: Ερωτήσεις και Απαντήσεις

1. Ποιος είναι ο σκοπός της πτώχευσης;
Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής ή των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων και στην επιστροφή παραγωγικών μέσων σε δυνητικά παραγωγικές χρήσεις το συντομότερο δυνατό. (άρθρο 75)

2. Ποιοι μπορούν να πτωχεύσουν;
Πτωχευτική ικανότητα έχουν τα φυσικά πρόσωπα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Με ειδικό προεδρικό διάταγμα πτωχευτική ικανότητα μπορεί να αποδίδεται και σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που δεν επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, αλλά ασκούν οικονομική δραστηριότητα. (άρθρο 76 παρ.1)

3. Ποιοι δεν μπορούν να πτωχεύσουν;
Δεν κηρύσσονται σε πτώχευση τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι δημόσιοι οργανισμοί, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο τυχόν εξαιρείται με ρητή διάταξη νόμου. (άρθρο 76 παρ.2)

4. Τι δεν σταματά την πτώχευση και πότε;
Η παύση της οικονομικής δραστηριότητας ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, της λειτουργίας εν γένει, ή, όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, ο θάνατος, δεν κωλύουν την πτώχευση, αν επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. (άρθρο 76 παρ.3)

5. Σε περίπτωση που πεθάνει ο οφειλέτης πότε πρέπει να υποβληθεί η αίτηση για πτώχευση;
Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο εντός έτους από το θάνατό του. (άρθρο 76 παρ.3)

6. Ποιος οφειλέτης κηρύσσεται σε πτώχευση;
Σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που βρίσκεται σε παύση πληρωμών, ήτοι αυτός που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Δεν αποτελούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που πραγματοποιούνται με δόλια ή καταστρεπτικά μέσα. (άρθρο 77 παρ.1)

7. Πότε τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών;
Τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλει ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 40% των συνολικών του ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του προς τον αντίστοιχο φορέα για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής. (άρθρο 77 παρ.2)

8. Μπορεί ο οφειλέτης να ζητήσει την κήρυξη της πτώχευσης όταν υπάρχει η πιθανότητα να αδυνατεί να εκπληρώσει;
Επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης αποτελεί λόγο κήρυξης της πτώχευσης, όταν την κήρυξή της ζητά ο οφειλέτης. (άρθρο 77 παρ.3)

9. Υπάρχουν οικονομικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης;
Πτώχευση κηρύσσεται εφόσον, με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου, πιθανολογείται ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. (άρθρο 77 παρ.4)

10. Ποιο είναι το αρμόδιο δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης;
Με εξαίρεση τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου (στις οποίες εφαρμόζεται το Έκτο Μέρος του Δεύτερου Βιβλίουτου νόμου), αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του, ή, στην περίπτωση φυσικού προσώπου χωρίς εμπορική ιδιότητα, την κύρια κατοικία του, όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία φορολογική δήλωση του οφειλέτη πριν από την κατάθεση αίτησης πτώχευσης. (άρθρο 78 παρ.1)

11. Ποιες είναι οι μικρού αντικειμένου πτωχεύσεις ;
Μικρού αντικειμένου πτωχεύσεις ορίζονται αυτές στις οποίες ο οφειλέτης ικανοποιεί ένα από τα κριτήρια προσδιορισμού της πολύ μικρής οντότητας του άρθρου 2 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251). Στην περίπτωση των φυσικών προσώπων, το κριτήριο που αφορά το ενεργητικό

εφαρμόζεται στην περιουσία του προσώπου. Ως προς την ακίνητη περιουσία του προσώπου η αξία αυτής προκύπτει κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 (βλ. σχετική ερώτηση 22). Οι διαδικαστικές και άλλες παρεκκλίσεις της πτώχευσης μικρού αντικειμένου αναφέρονται στο Έκτο Μέρος του Δεύτερου Βιβλίουτου νόμου, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα. (άρθρο 78 παρ.2)

12. Ποιο είναι το κέντρο των κύριων συμφερόντων του οφειλέτη ;
Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας. (άρθρο 78 παρ.3)

13. Πώς εκδικάζεται η υπόθεση;
Η υπόθεση εκδικάζεται όπως προβλέπεται στην παρ.1 του άρθρου 230 του νόμου (βλ. στην ερώτηση 238). (άρθρο 78 παρ.4)

14. Πότε κλητεύεται ο οφειλέτης;
Στη συζήτηση της αίτησης κλητεύεται ο οφειλέτης δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, εφόσον αυτή υποβάλλεται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην ερώτηση 145 ( παρ. 1 του άρθρου 79), άλλως η συζήτηση είναι απαράδεκτη. (άρθρο 78 παρ. 5)

15. Σε ποια διεύθυνση γίνεται η κλήτευση του οφειλέτη-νομικού προσώπου;
Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (Γ.ΕΜ.Η.) δεν έχει διοίκηση, η κλήτευση λογίζεται νομίμως γενομένη εάν γίνει στην τελευταία καταχωρημένη στο Γ.ΕΜ.Η. διεύθυνση του νομικού προσώπου, ή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση σύμφωνα με τη δήλωση φόρου εισοδήματος, ή αν δεν υπάρχει, ως αγνώστου διαμονής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. (άρθρο 78 παρ. 5)

16. Πού καταχωρείται η κλήτευση του οφειλέτη;
Σε κάθε περίπτωση η κλήτευση καταχωρείται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. (άρθρο 78 παρ. 5)

17. Μπορεί να κλητευθούν και η σημαντικότεροι μέτοχοι ή εταίροι;

Το δικαστήριο κατά τον προσδιορισμό της δικασίμου μπορεί να διατάξει την κλήτευση των σημαντικότερων μετόχων ή εταίρων, αν είναι γνωστοί. Τη διαδικασία της παρούσας μπορεί να εκκινήσουν και πιστωτές μέσω διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, πριν από την εκδίκαση της αίτησης πτώχευσης. Αντίστοιχη διαδικασία ακολουθείται και για τα φυσικά πρόσωπα αγνώστου διαμονής. (άρθρο 78 παρ. 5)

18. Μπορεί να το δικαστήριο να διατάξει την κλήτευση και άλλων προσώπων;
Το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 748 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών, καθώς και την καταχώρηση της. (άρθρο 78 παρ. 6)

19. Πώς κηρύσσεται η πτώχευση;
Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων πιστωτών με έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή μετά από αίτηση του οφειλέτη. (άρθρο 79 παρ.1)

20. Πότε η αίτηση μπορεί να περιέχει αίτημα για εκποίηση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης;
Όταν η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, οι οποίοι εκπροσωπούν το τριάντα τοις εκατό (30%) τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον των ενέγγυων, και εφόσον πρόκειται για επιχείρηση και δεν είναι πτώχευση μικρού αντικειμένου, μπορεί να περιέχει αίτημα για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής με τη διαδικασία των άρθρων 157 επ (βλ. ερώτηση 258). (άρθρο 79 παρ.1)

21. Πότε μπορεί να υποβληθεί πρόσθετη παρέμβαση με αίτημα για εκποίηση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης και από ποιόν;
Όταν υποβάλλεται αίτηση πτώχευσης χωρίς την υποβολή του αιτήματος του προηγούμενου εδαφίου, είναι δυνατόν να υποβάλει πρόσθετη παρέμβαση πιστωτής ή πιστωτές του οφειλέτη με αίτημα για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, εφόσον εκπροσωπείται το τριάντα τοις εκατό (30%) τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη, εξαιρουμένων των απαιτήσεων συνδεδεμένων μερών προς τον οφειλέτη κατά την έννοια του Παραρτήματος

Α΄του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), στους οποίους περιλαμβάνονται ενέγγυοι πιστωτές που εκπροσωπούν το είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον των ενέγγυων. (άρθρο 79 παρ.1)

22. Πώς γίνεται ο υπολογισμός των αιτούντων πιστωτών για τις ανάγκες του αιτήματος εκποίησης του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης;
Ο υπολογισμός του ποσοστού των αιτούντων πιστωτών για τις ανάγκες του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 79 (βλ. ανωτέρω ερώτηση 145) γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ ή Β΄ Τάξεως του ν. 2515/1997 (Α΄ 154) ή ορκωτό ελεγκτή λογιστή, βασίζεται στις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις ή/και τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή/και των αιτούντων πιστωτών και αποτυπώνεται σε βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση του ποσοστού του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 79 (βλ. ανωτέρω ερώτηση 145). Η βεβαίωση αυτή επισυνάπτεται στην αίτηση πτώχευσης με ποινή απαράδεκτου του αιτήματος για εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 79 (βλ. ανωτέρω ερώτηση 145) γίνεται και εκπροσωπούνται σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας ή κατά περίπτωση του προγράμματος ομολογιακού δανείου. (άρθρο 79 παρ.2)

23. Ποια στοιχεία του οφειλέτη πρέπει να περιλαμβάνονται στην αίτηση πτώχευσης; Στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, η επωνυμία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), καθώς και η διεύθυνση, όπου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή κατά περίπτωση το κέντρο των κύριων συμφερόντων του και τις τυχόν δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του. Επίσης στην αίτηση που αφορά έμπορο πρέπει να αναγράφεται και ο αριθμός Γενικού Εμπορικού Μητρώου του οφειλέτη. Αν τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αναγραφεί ή δεν συμπληρώθηκαν, κατά το άρθρο 227 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. (άρθρο 79 παρ.3)

24. Πρέπει να περιέχει η αίτηση πτώχευσης και στοιχεία για τον σύνδικο;
Η αίτηση πρέπει να αναφέρει τον προτεινόμενο σύνδικο με το όνομα, επώνυμο, και τη διεύθυνση αυτού και η αίτηση να συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση του υποψήφιου συνδίκου ότι αποδέχεται τον διορισμό και από δήλωσή του περί μη υπάρξεως κωλύματος. Δεν απαιτείται η αναφορά του προτεινόμενου συνδίκου, εφόσον την αίτηση υποβάλλει ο οφειλέτης και η αίτηση περιέχει δήλωση ότι δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση υποψήφιου συνδίκου που να αποδεχθεί τον διορισμό. (άρθρο 79 παρ.4)

25. Πότε ο οφειλέτης πρέπει να υποβάλει την αίτηση για την κήρυξη της πτώχευσης;
Ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, πάντως το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παύσης πληρωμών (βλ. ανωτέρω ερώτηση 131), αίτησηπρος το πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης. (άρθρο 79 παρ.5)

26. Ποια στοιχεία υποχρεούται να καταθέσει με την αίτησή του ο οφειλέτης;
Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Στην βεβαίωση αυτή πιστοποιείται ότι περιλαμβάνονται όλες οι βεβαιωμένες οφειλές του αιτούντα, ατομικές και από εκ του νόμου συνοφειλή, καθώς και τυχόν φορολογικές εκκρεμότητες αυτού. (άρθρο 79 παρ.6)

27. Ποια στοιχεία κατατίθενται σε περίπτωση μη δημοσίευσης χρηματοοικονομικών καταστάσεων;
Σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων, κατάσταση των πιστωτών του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. (άρθρο 79 παρ.6)

28. Ποια η ευθύνη του οφειλέτη για τα δηλούμενα στοιχεία;
Ο οφειλέτης υπέχει ως προς τα παραπάνω δηλούμενα στοιχεία ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 952 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. (άρθρο 79 παρ.6)

29. Πώς βεβαιώνονται τυχόν επιπρόσθετα στοιχεία στην αίτηση του οφειλέτη;
Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από τον νόμιμο εκπρόσωπο του οφειλέτη, εφόσον η αίτηση αφορά νομικό πρόσωπο. (άρθρο 79 παρ.6)

30. Γίνονται ηλεκτρονικά αντίγραφα δεκτά;

Εφόσον η αίτηση γίνεται ηλεκτρονικά μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, τα έγγραφα μπορούν να υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο. (άρθρο 79 παρ.6)

31. Ο οφειλέτης παρέχει συναίνεση πρόσβασης και άρσης του απορρήτου με την αίτηση και για ποια στοιχεία;
Ως προς τα απαιτούμενα στοιχεία που ευρίσκονται σε βάσεις δεδομένων του δημόσιου τομέα ή των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η αίτηση περιλαμβάνει συναίνεση πρόσβασης στα αρχεία αυτά για κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον καθώς και συναίνεση για άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του ν.δ. 1059/1971 (Α΄ 270), καθώς και του φορολογικού απορρήτου. Την ίδια συναίνεση πρόσβασης σε κάθε πρόσωπο με έννομο συμφέρον παρέχει ο οφειλέτης και ως προς κατατεθέντα συνοδευτικά έγγραφα. (άρθρο 79 παρ.6)

32. Πού μπορεί να αναζητήσει κανείς την αίτηση και το σύνολο των συνοδευτικών εγγράφων;
Η αίτηση και το σύνολο των συνοδευτικών εγγράφων δημοσιεύονται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.(άρθρο 79 παρ.7)

33. Ποιο είναι το κόστος για την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης;
Με την επιφύλαξη των διατάξεων για τις αιτήσεις πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου που υποβάλλονται από τον οφειλέτη, στην αίτηση επισυνάπτεται σε πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου αυτής, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων πεντακοσίων (500) ευρώ για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων της πτώχευσης. Το ποσό αναλαμβάνεται από τον σύνδικο με άδεια του εισηγητή. Ο αιτών ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής για το προκαταβληθέν ποσό. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ή παραίτησης από το δικόγραφο, το ποσό επιστρέφεται στον αιτούντα. (άρθρο 79 παρ.8)

34. Πότε το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση;
Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν δεν συντρέχουν οι υποκειμενικές ή οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης (βλ. και επόμενη ερώτηση) (άρθρο 80 παρ.1)

35. Πότε είναι καταχρηστική η αίτηση πτώχευσης;
Επίσης, το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά. Καταχρηστική είναι η αίτηση ιδίως, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την

πτώχευση, ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, καθώς και εάν ο οφειλέτης την υποβάλλει προς το σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμής των χρεών του. (άρθρο 80 παρ.2)

36. Ποια τα δικαιώματα των διαδίκων εάν αποδειχθεί ότι η αίτηση είναι καταχρηστική;
Στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι της καταχρηστικής αιτήσεως (άρθρο 80 παρ.2), το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση όποιου από τους διαδίκους έχει έννομο συμφέρον, να επιδικάσει αποζημίωση σε βάρος εκείνου που υπέβαλε την αίτηση. (άρθρο 80 παρ.3)

37. Ποιο είναι το περιεχόμενο της απόφασης;
Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για τις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου (Έκτο Μέρος του Δεύτερου Βιβλίουτου νόμου), με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή, δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. (άρθρο 81 παρ1.)

38. Με την απόφαση της πτώχευσης αποφαίνεται το δικαστήριο για την εκποίηση των στοιχείων ή της επιχείρησης;
Με την ίδια απόφαση και εφόσον έχει κατατεθεί σχετικό αίτημα, σύμφωνα με τις παρ.1 και 2 του άρθρου 79 του νόμου(βλ. ανωτέρω ερωτήσεις 144-148), και πιθανολογείται από το δικαστήριο ότι με τον τρόπο αυτό θα βελτιωθεί η ανάκτηση των πιστωτών, το πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται περί της εκποίησης των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων ή περί της εκποίησης του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής. Για την πιθανολόγηση του αν η αιτούμενη διαδικασία ρευστοποίησης βελτιώνει την ανάκτηση των πιστωτών, το δικαστήριο λαμβάνει κυρίως υπόψη του τις απόψεις των πιστωτών που συμμετέχουν στη διαδικασία, οι οποίες σταθμίζονται σε συνάρτηση με το ύψος των απαιτήσεων καθενός από αυτούς. (άρθρο 81 παρ1.)

39. Ποιο είναι το περιεχόμενο της απόφασης όταν η κηρύσσεται η πτώχευση μετά από αίτηση του οφειλέτη;
Επί πτώχευσης που κηρύσσεται κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και εφόσον δεν ασκηθεί παρέμβαση, η απόφαση που κάνει δεκτή την αίτηση περιέχει συνοπτική μόνο αιτιολογία. (άρθρο 81 παρ.2)

40. Ποια θεωρείται η ημέρα παύσης πληρωμών;

Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών η οποία τεκμαίρεται ότι είναι η τριακοστή ημερολογιακή ημέρα που προηγείται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης ή, σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 77 του νόμου (βλ. σχετική ερώτηση 132), η ημέρα υποβολής της αίτησης πτώχευσης. (άρθρο 81 παρ.2)

41. Μπορεί το δικαστήριο να ορίσει και προγενέστερη ημερομηνία ως ημέρα παύσης πληρωμών;
Σε περίπτωση όμως που πιθανολογείται από τα διαθέσιμα στοιχεία ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό και μόνιμο σε προγενέστερη ημερομηνία, το δικαστήριο ορίζει την προγενέστερη αυτή ημερομηνία ως ημέρα παύσης πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, πέραν του έτους πριν το θάνατο. (άρθρο 81 παρ.2)

42. Πότε εφαρμόζεται η απόφαση;
Η απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή και δεν επιτρέπεται δικαστική αναστολή της με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. (άρθρο 81 παρ.3)

43. Μπορεί να γίνει αναστολή της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη;
Το δικαστήριο που δικάζει ανακοπή, έφεση ή αναίρεση κατά της απόφασης μπορεί να αναστείλει την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη από τον σύνδικο. (άρθρο 81 παρ.3)

44. Ποια μέσα (ένδικα βοηθήματα) υπάρχουν για την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση και ποια η διαδικασία για την άσκησή τους;
Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση υπόκεινται σε ανακοπή. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση από τον οφειλέτη και οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης. (άρθρο 82)

45. Μπορεί να ανακληθεί η απόφαση της πτώχευσης από τον οφειλέτη και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί μετά από αίτηση του οφειλέτη από το δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση, εφόσον ικανοποιήθηκαν ή

συναινούν οι πιστωτές που μετείχαν στη διαδικασία κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και εκείνοι που προκύπτουν από το φάκελο. (άρθρο 83 παρ.1)

46. Πώς αποδεικνύεται η ικανοποίηση και η συναίνεση των πιστωτών;
Η ικανοποίηση και η συναίνεση των πιστωτών αποδεικνύεται μόνο εγγράφως, με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής τους από δημόσια αρχή. (άρθρο 83 παρ.1)

47. Μπορεί να ανακληθεί η πτώχευση από άλλο πρόσωπο;
Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί και με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή με πρόταση του εισηγητή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 758 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Ο εισηγητής υποβάλλει έκθεση στο πτωχευτικό δικαστήριο. (άρθρο 83 παρ.1)

48. Μέχρι πότε μπορεί να υποβληθεί η αίτηση ανάκλησης;
Η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί μέχρι την περάτωση της πτώχευσης κατά το άρθρο 189 του νόμου(βλ. κατωτέρω ερωτήσεις 277-278). (άρθρο 83 παρ.2)

49. Από πότε ισχύει η απόφαση για την ανάκληση;
Η απόφαση για την ανάκληση, μετά από αίτηση του οφειλέτη (βλ. ανωτέρω ερώτηση 170),έχει αναδρομική ισχύ και από τη δημοσίευση της η πτώχευση θεωρείται ότι δεν κηρύχθηκε ποτέ. Η ανάκληση κατά το τρίτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 83 του νόμου(βλ. ερώτηση 172) δεν έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν το ορίσει ειδικά το πτωχευτικό δικαστήριο. (άρθρο 83 παρ.2)

50. Ποιες πράξεις δεν θίγονται από την ανάκληση;

Σε κάθε περίπτωση, από την ανάκληση δεν θίγονται οι πράξεις που έγκυρα ενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της πτωχευτικής απόφασης. (άρθρο 83 παρ.3)

51. Δημοσιεύεται η απόφαση ανάκλησης και υπάρχουν ένδικα βοηθήματα κατά της απόφασης αυτής;
Η περί ανακλήσεως απόφαση δημοσιεύεται. Ανακοπή ερημοδικίας και τριτανακοπή ασκούνται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της. Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 758 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, (άρθρο 83 παρ.4)

52. Ποιος επιμελείται των δημοσιεύσεων και των καταχωρήσεων που αφορούν την πτώχευση;
Περιλήψεις των αιτήσεων πτώχευσης, των αποφάσεων που κηρύσσουν ή ανακαλούν την πτώχευση ή παύουν τις εργασίες της πτωχεύσεως καθώς και κάθε άλλη πρόσκληση ή πράξη που προβλέπεται στον παρόντα νόμο, δημοσιεύονται με την επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέτη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. (άρθρο 84 παρ.1)

53. Πού γίνονται οι δημοσιεύσεις, δημοσιοποιήσεις ή καταχωρήσεις σύμφωνα με το νέο πτωχευτικό κώδικα;
Όπου στον παρόντα νόμο προβλέπεται δημοσίευση, δημοσιοποίηση ή καταχώρηση, εκτός αν άλλως ρητά προβλέπεται στην οικεία διάταξη, εννοείται καταχώρηση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.Εφόσον προβλέπεται σχετικά, η καταχώρηση γίνεται και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο. (άρθρο 84 παρ.2)

54. Ποια η σημασία της ημερομηνίας καταχώρισης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας;
Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται αναφορά σε προθεσμία που εξαρτάται από τη δημοσίευση, δημοσιοποίηση ή καταχώρηση εννοείται η ημερομηνία καταχώρησης στο Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας. (άρθρο 84 παρ.2)

55. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση καταχωρείται;

Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, καταχωρείται ατελώς στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολόγιο, στο οποίο έχουν καταχωρηθεί εμπράγματα δικαιώματα του οφειλέτη επί ακινήτων (π.χ. κυριότητα, υποθήκη, κτλ)
Σε περίπτωση εκποίησης ή αποδέσμευσης των ακινήτων από τον σύνδικο ή τον ενυπόθηκο δανειστή, το υποθηκοφυλακείο ή κτηματολογικό γραφείο προβαίνει στη διαγραφή της καταχώρησης, έπειτα από αίτηση του συνδίκου συνοδευόμενη από την σύμβαση αγοραπωλησίας ή τη σύμφωνη γνώμη του ενυπόθηκου δανειστή.(άρθρο 85)

56. Πώς προστατεύονται οι πιστωτές του οφειλέτη μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης και μέχρι την δημοσίευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας της απόφαση για κήρυξη της πτώχευσης;
Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου πτωχευτικού δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών

μέτρων (άρθρα 682 επ. Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει την απαγόρευση οποιασδήποτε διάθεσης περιουσιακού στοιχείου από ή προς τον οφειλέτη, την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών ή να ορίσει μεσεγγυούχο, με σκοπό να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης
Η παροχή των ως άνω προληπτικών μέτρων συνεπάγεται την αυτοδίκαιη άρση κάθε υφιστάμενου μέτρου προστασίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ιδίως βάσει των διατάξεων του ν. 3869/2010 (Α` 130) και του ν. 4605/2019 (Α` 52), καθώς και την κατάργηση κάθε σχετικής εκκρεμούς διαδικασίας.
Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με τη δημοσιοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης, στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.(άρθρο 86)

57. Πώς εκτελείται η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας; Μπορεί να σφραγιστεί η κατοικία του οφειλέτη;
Αρμόδιος για τη σφράγιση είναι ο σύνδικος της πτώχευσης, ο οποίος υποχρεούται να εκτελέσει τη σφράγιση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες, θέτεοντας σφραγίδες στις θύρες και τα παράθυρα του καταστήματος του οφειλέτη και των λοιπών ακινήτων του, καθώς και επί των κινητών του που βρίσκονται εκτός κλειστού χώρου, ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος στα ακίνητα ή η αφαίρεση κινητών, χωρίς την καταστροφή των σφραγίδων.
Δεν μπορεί να σφραγιστεί η κατοικία του οφειλέτη και της οικογένειας του ή τα κινητά που σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 953 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι ακατάσχετα, ήτοι όσα είναι απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του.
Ο σύνδικος θέτει προθεσμία έξι (6) μηνών στον οφειλέτη για την απόδοση της κατοχής της κατοικίας του.

a. Η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας εμποδίζει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης απόδοσης μισθίου;

Η σφράγιση δεν εμποδίζει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης που διατάσσει για οποιονδήποτε λόγο την απόδοση του μισθίου στον εκμισθωτή. Μεσεγγυούχος των πραγμάτων που ευρίσκονται στο μίσθιο είναι ο εκμισθωτής, μέχρι να παραληφθούν αυτά από τον σύνδικο.

(άρθρο 87)

58. Πού και πότε γίνονται οι επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις προς τον οφειλέτη;
Οι επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη γίνονται πάντοτε εγγράφως και μόνο προς τον αντίκλητο που έχει νομίμως διορισθεί με δήλωσή του οφειλέτη προς τον γραμματέα του πτωχευτικού δικαστηρίου. Αν δεν έχει διορισθεί αντίκλητος, καθώς και στην περίπτωση μη ύπαρξης νόμιμης εκπροσώπησης νομικών προσώπων, η ειδοποίηση γίνεται με δημοσιοποίηση.
Οι κοινοποιήσεις, επιδόσεις και ειδοποιήσεις, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, γίνονται τρεις
(3) ημέρες πριν την εκάστοτε ενέργεια. (άρθρο 88)

59. Τα έξοδα που επιδικάζονται στις πτωχευτικές δίκες ποιον βαρύνουν;

Στις πτωχευτικές δίκες τα έξοδα που επιδικάζονται σε βάρος του οφειλέτη ή του συνδίκου βαρύνουντην πτωχευτική περιουσία.(άρθρο 89)

60. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης ποια εκ των δικαιωμάτων του στερείται ο οφειλέτης; Μπορεί να συνεχίσει να εξασκεί το επάγγελμά του;
Ο οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται μόνο εκείνων των δικαιωμάτων του προσωπικής φύσεως, που προβλέπουν ειδικές διατάξεις νόμων. Εκτός αν άλλως προβλέπεται, η πτώχευση δεν είναι λόγος στέρησης άδειας άσκησης επαγγέλματος.
(άρθρο 91)

61. Τι περιλαμβάνει η πτωχευτική περιουσία; Περιλαμβάνονται και τα εισοδήματα του οφειλέτη μετά την κήρυξη της πτώχευσης;
Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία τα ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων, περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.
Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν τα λογιστικά αρχεία και τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη.
Σε περίπτωση οφειλέτη φυσικού προσώπου, από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την απαλλαγή του οφειλέτη, στην πτωχευτική περιουσία ανήκει το μέρος του ετησίου εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.

Τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη εξαιρούνται της πτωχευτικής περιουσίας ανεξαρτήτως ύψους, όταν, έπειτα από αίτησή του, το πτωχευτικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στην διάρκεια των δώδεκα (12) μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Σε περίπτωση όμως που τα ετήσια εισοδήματά του οφειλέτη υπερβαίνουν το πενταπλάσιο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, το υπερβάλλον ποσό ανήκει στην πτωχευτική περιουσία.(άρθρο 92 παρ.1, 2, 3 και 6)

62. Τι γίνεται σε περίπτωση που αλλάξει το ύψος των εισοδημάτων του οφειλέτη;

Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του εισοδήματος του οφειλέτη, ο οφειλέτης ή ο σύνδικος μπορεί να υποβάλει αίτηση, με αίτημα να μεταβάλει ο εισηγητής τους όρους του σχεδίου περιοδικών πληρωμών για να ληφθούν υπόψη οι ουσιώδεις μεταβολές του εισοδήματος του οφειλέτη. Τεκμαίρεται ουσιώδης η μεταβολή που υπερβαίνει ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του ετήσιου εισοδήματος του οφειλέτη.(άρθρο 92 παρ.4)

63. Πώς προσδιορίζονται οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης;

Οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσδιορίζονται ετησίως σύμφωνα με την εκάστοτε απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, με βάση τα ετήσια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.(άρθρο 73 παρ. 2 του ν. 4389/2016)

64. Η περιουσία του/της συζύγου του οφειλέτη περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία;
Εάν μεταξύ των συζύγων ισχύει το σύστημα κοινοκτημοσύνης, η κοινή περιουσία καταλαμβάνεται από την πτωχευτική απαλλοτρίωση, ως χωριστή περιουσία και από αυτήν ικανοποιούνται:
– κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος, μέσα στα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας, για τη διαχείριση αυτής της περιουσίας
– κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος για τις ανάγκες της οικογένειας

– κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνουν και οι δύο σύζυγοι.

Επίσης, η κοινή περιουσία είναι υπέγγυα και έως το μισό της αξίας της, και απέναντι στους ατομικούς δανειστές του κάθε συζύγου, εφόσον δεν είναι δυνατή η ικανοποίησή τους από την ατομική περιουσία του: 1. για υποχρεώσεις που αυτός ανέλαβε μόνος του για τη

διαχείριση της περιουσίας αυτής πέρα από τα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας• 2. για ατομικά χρέη του, οποτεδήποτε και αν αυτά γεννήθηκαν. (άρθρο 92 παρ.7)

65. Περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης;
Δεν περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης.
Εάν όμως μετά την κήρυξη της πτώχευσης γεννώνται ή αναπτύσσονται τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα που προέρχονται από έννομη σχέση που υπήρχε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ακόμα και σε περίπτωση που έχουν κατασχεθεί, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. (άρθρο 92 παρ.8)

66. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης ποιος αναλαμβάνει την διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας;
Από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχεται πτωχευτική απαλλοτρίωση, ήτοι ο οφειλέτης χάνει αυτοδικαίως την διοίκηση (διαχείριση και διάθεση) της περιουσίας του, την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργές και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία, αλλά έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος. (άρθρο 93 παρ.7)

67. Πότε ανατίθεται η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας στον οφειλέτη;

Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη, και εφόσον συναινεί η συνέλευση των πιστωτών, μπορεί να αποφασίσει την ανάθεση στον ίδιο τον οφειλέτη της διοίκησης και ιδίως της διαχείρισης και της διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, πάντοτε με τη σύμπραξη του συνδίκου. Η σύμπραξη του συνδίκου μπορεί να συνίσταται σε γενικές άδειες διενέργειας πράξεων ή κατηγοριών πράξεων.
Εάν όμως επιβάλλεται από το συμφέρον των πιστωτών, ο σύνδικος μπορεί με αίτησή του προς το πτωχευτικό δικαστήριο, να αφαιρέσει από τον οφειλέτη τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα διοίκησης περιέρχεται μόνον στον σύνδικο. (άρθρο 94)

68. Υποχρεούται ο οφειλέτης να ενημερώνει και να συνεργάζεται με τον σύνδικο;

Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον σύνδικο και να συνεργάζεται μαζί του για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την πτώχευση. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει και τους πληρεξούσιους του οφειλέτη κατά την προηγούμενη της κήρυξης της πτώχευσης διετία, πλην των δικηγόρων του, εκτός αν υπάρχει συναίνεση του οφειλέτη.
Εφόσον ο οφειλέτης ασκεί δραστηριότητα για την οποία τηρεί λογιστικά αρχεία και λογιστικά στοιχεία, υποχρεωτικά και μη, υποχρεούται να τα θέσει στη διάθεση του συνδίκου. (άρθρο 95)

69. Ποιοι θεωρούνται πτωχευτικοί πιστωτές και ποιοι ομαδικοί;

Πτωχευτικός πιστωτής είναι εκείνος που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχει κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση. Eιδικότερα:
α) ανέγγυος πιστωτής είναι εκείνος η απαίτηση του οποίου δεν διασφαλίζεται με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια,
β) γενικός προνομιούχος πιστωτής είναι εκείνος η απαίτηση του οποίου ικανοποιείται προνομιακά από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας,
γ) ενέγγυος πιστωτής είναι εκείνος η απαίτηση του οποίου εξασφαλίζεται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί συγκεκριμένου αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας και
δ) πιστωτής τελευταίας σειράς είναι εκείνος η απαίτηση του οποίου ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία μετά από την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών.

Ομαδικός πιστωτής είναι ο πιστωτής του οποίου η απαίτηση γεννήθηκε ή ανάγεται σε χρόνο μετά την πτώχευση και προέρχεται από την δραστηριότητα του συνδίκου ή του οφειλέτη ή συνδέεται με τα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Οι απαιτήσεις των ομαδικών πιστωτών ικανοποιούνται από την πτωχευτική και από τη μεταπτωχευτική περιουσία. (άρθρο 96 παρ. 1,3 και 4)

70. Ποια θεωρούνται πτωχευτικά χρέη προς το Δημόσιο;

Πτωχευτικά χρέη προς το Δημόσιο είναι οι απαιτήσεις του Δημοσίου κατά του οφειλέτη, οι οποίες γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους. (άρθρο 96 παρ.2)

71. Τι γίνεται με τις απαιτήσεις των πιστωτών που τελούν υπό αίρεση;

Απαιτήσεις υπό διαλυτική αίρεση, θεωρούνται ως μη τελούσες υπό αίρεση για όσο χρόνο η αίρεση δεν πληρούται,. Σε περίπτωση πλήρωσης της αίρεσης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πιστωτής υποχρεούται να επιστρέψει τα τυχόν καταβληθέντα σ’ αυτόν.
Απαιτήσεις υπό αναβλητική αίρεση κατατάσσονται πίνακα διανομής τυχαία. (άρθρο 97)

72. Τι γίνεται με τις μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις των πιστωτών;

Εάν κατά την κήρυξη της πτώχευσης υπάρχουν μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, πλην εκείνων των ενέγγυων πιστωτών, θεωρούνται ότι έληξαν και μειώνονται κατά το ποσό του νόμιμου τόκου που αντιστοιχεί στο διάστημα από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την πραγματική λήξη τους ως προς αυτόν.
Οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών καθίστανται απαιτητές κατά την πραγματική λήξη τους. (άρθρο 98)

73. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης εξακολουθούν να παράγονται τόκοι επί των απαιτήσεων των πιστωτών;
Από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Η ως άνω παύση δεν ισχύει για τους συνοφειλέτες και τους εγγυητές. (άρθρο 99)

74. Πότε επέρχεται αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη;
Από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής από την Φορολογική Διοίκηση και των μέτρων που επιβάλλει ο ανακριτής βάσει του άρθρου 42 ν. 4557/2018 (Α’ 139).
Μέχρι ανακλήσεως της απόφασης πτώχευσης ή περάτωσης της πτώχευσης ή παύσης των εργασιών της αναστέλλεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού ή διοικητικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης περιουσιακού του στοιχείου με διάταξη

ανακριτή, της συντηρητικής κατάσχεσης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, συναινετικής ή κατ` αντιδικία, εκτός εάν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή εν γένει εξοπλισμού της που ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη.
Πράξεις κατά παράβαση των ως άνω αναστολών είναι απολύτως άκυρες. Οι ως άνω αναστολές δεν καταλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των ομαδικών πιστωτών. (άρθρο 100)

75. Σε περίπτωση που η απαίτηση ενός εκ των πιστωτών είναι εξασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, πώς ικανοποιείται;
Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που το προνόμιο ή η ασφάλεια δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση τους. (άρθρο 101 παρ. 1 και 2)

76. Στην περίπτωση αυτή ισχύει η αναστολή των ατομικών διώξεων;

Η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας (πχ. ακίνητα που βαρύνονται με υποθήκη) για διάστημα εννέα (9) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή επεκτείνεται και στις ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών.
Κατ’ εξαίρεση, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών στην περίπτωση που στην απόφαση του Πτωχευτικού δικαστηρίου προβλέπεται η εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής και το περιουσιακό στοιχείο επί του οποίου έχει παραχωρηθεί ασφάλεια αποτελεί μέρος του υπό εκποίηση περιουσιακού συνόλου. (άρθρο 101 παρ. 3)

77. Μπορεί ο πιστωτής να απαιτήσει την ικανοποίηση της απαίτησής του από τους συνοφειλέτες ή τους εγγυητές του αρχικού οφειλέτη;
Ο πιστωτής έχει δικαίωμα, εάν κηρυχθεί σε πτώχευση τουλάχιστον ένας από τους συνοφειλέτες, να απαιτήσει από κάθε συνοφειλέτη και εγγυητή, που ευθύνεται εις ολόκληρον, δηλαδή για το σύνολο της οφειλής, την πλήρη ικανοποίηση της απαίτησής του, εάν κατέστη απαιτητή κατά την πραγματική λήξη της. Σε περίπτωση υπερκάλυψης της απαίτησής του, αποδίδει το επιπλέον σε εκείνον τον συνοφειλέτη ή εγγυητή, κατά περίπτωση, που θα είχε δικαίωμα αναγωγής κατά των άλλων. (άρθρο 102 παρ. 1)

78. Η απαλλαγή του αρχικού οφειλέτη απαλλάσσει και τους συνοφειλέτες/ εγγυητές;
Και μετά την πτώχευση οι συνοφειλέτες/ εγγυητές συνεχίζουν να ευθύνονται έναντι του πιστωτή, ανεξαρτήτως τυχόν απαλλαγής του αρχικού οφειλέτη. (άρθρο 102 παρ.2)

79. Σε περίπτωση που ο συνοφειλέτης ή ο εγγυητής πληρώσουν τον πιστωτή, μπορούν να ικανοποιηθούν από την πτωχευτική περιουσία;
Σε περίπτωση που ο συνοφειλέτης εις ολόκληρον και ο εγγυητής συμμετέχουν στην πτώχευση, με βάση απαίτηση που θα αποκτούσαν στο μέλλον υπό την αίρεση ικανοποίησης του πιστωτή από αυτούς. (άρθρο 102 παρ.3)

80. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, τι γίνεται με τις συμβάσεις που είχε συνάψει ο οφειλέτης;
Εξήντα ημέρες από την κήρυξη της πτώχευσης επέρχεται η αυτόματη και αζήμια λύση όλων των εκκρεμών και διαρκών συμβάσεων του οφειλέτη, εκτός αν ο σύνδικος δηλώσει εγγράφως προς τον αντισυμβαλλόμενο του οφειλέτη πριν την παρέλευση της προθεσμίας ότι επιθυμεί την άμεση λύση τους ή τη συνέχισή τους, εφόσον εξυπηρετούν την ομαλή εξέλιξη των εργασιών της πτώχευσης ή τη βελτίωση της αξίας ρευστοποίησης στοιχείων του ενεργητικού.
Επίσης, εντός τριάντα (30) ημερών από την κήρυξη της πτώχευσης, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να τάξει στον σύνδικο εύλογη προθεσμία προς άσκηση του ως άνω δικαιώματος επιλογής. Εάν ο σύνδικος δεν απαντήσει εντός της εύλογης προθεσμίας που έταξε ο αντισυμβαλλόμενος ή εάν αρνηθεί την εκπλήρωση, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και να απαιτήσει αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης, ικανοποιούμενος ως πτωχευτικός πιστωτής. (άρθρο 103 και 104 παρ.2)

81. Λύονται και οι συμβάσεις εργασίας;

Ως προς τις συμβάσεις εργασίας, ο σύνδικος μπορεί να αιτηθεί εντός εξήντα ημερών από την κήρυξη της πτώχευσης τη συνέχιση τους, μέσω κατάρτισης νέων συμβάσεων με τους εργαζομένους, με τους ίδιους όρους συμβάσεων που ίσχυαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης.
Η κατάρτιση νέων συμβάσεων εγκρίνεται από τον εισηγητή και τη συνέλευση πιστωτών. (άρθρο 103 παρ.2)

82. Σε περίπτωση μη συνέχισης της σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωσης; Πώς την λαμβάνει;
Η λύση της σύμβασης ισοδυναμεί με καταγγελία ως προς την υποχρέωση παροχής αποζημίωσης προς τον εργαζόμενο. Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε σχετική με την καταγγελία απαίτησή τους, όπως ιδίως η νόμιμη αποζημίωση, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές.
Σε κάθε περίπτωση, εάν ο μισθωτός που πραγματικά συνεχίζει να παρέχει την εργασία του μετά την κήρυξη της πτώχευσης, τότε για τις απαιτήσεις του για τους μισθούς και τις συναφείς παροχές, ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής και από την πτωχευτική και από τη μεταπτωχευτική περιουσία. (άρθρο 103 παρ.2 και 109 παρ. 3)

83. Μέχρι να καταβληθεί στον εργαζόμενο η αποζημίωσή του από την πτωχευτική περιουσία, ισχύει η καταγγελία της σύμβασής του;
Για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν απαιτείται η καταβολή αποζημίωσης. (άρθρο 109 παρ. 1)

84. Aν ο σύνδικος δηλώσει ότι επιθυμεί τη συνέχιση κάποιων συμβάσεων, τι γίνεται;

Σε περίπτωση ο σύνδικος επιλέξει τη συνέχιση εκκρεμών συμβάσεων, έχει το δικαίωμα να εκπληρώσει τις συμβάσεις αυτές, υποκαθιστώντας την ομάδα των πιστωτών στη θέση του οφειλέτη, και να απαιτήσει την εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος καθίσταται ομαδικός πιστωτής και ικανοποιείται και από την πτωχευτική και από τη μεταπτωχευτική περιουσία. (άρθρο 104 παρ.1)

85. Μπορεί ο σύνδικος να συνάπτει νέες συμβάσεις μετά την κήρυξη της πτώχευσης;

Ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συμβάσεις αποκλειστικά ως προς τις τρέχουσες εργασίες της πτώχευσης. Η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να καταγγείλει τις συμβάσεις αυτές, με απόφασή της εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών. Απαιτήσεις από συμβάσεις που συνάπτονται από τον σύνδικο ικανοποιούνται ως ομαδικές, εφόσον παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία και η σύμβαση δεν καταγγελθεί. (άρθρο 105)

86. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης οι συμβάσεις διαρκούς χαρακτήρα διατηρούν την ισχύ τους;
Συμβάσεις διαρκούς χαρακτήρα (πχ. συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας, αποκλειστικής και επιλεκτικής διανομής, franchising, παραγγελίας, πρακτορείας, εκμετάλλευσης

τεχνογνωσίας, σήματος, ευρεσιτεχνίας κ.ο.κ) διατηρούν την ισχύ τους, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο νόμο. Εξαιρούνται οι χρηματοοικονομικές συμβάσεις (πχ. συμβάσεις forfaiting, παροχής επενδυτικών συμβουλών, διαχείρισης χαρτοφυλακίου, κτλ) οι οποίες μπορούν να πάψουν να ισχύουν ή να τροποποιηθούν ως συνέπεια της πτώχευσης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτές. (άρθρο 106 παρ.1)

87. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης οι συμβάσεις προσωπικού χαρακτήρα διατηρούν την ισχύ τους;
Η κήρυξη της πτώχευσης αποτελεί λόγο λύσης των συμβάσεων προσωπικού χαρακτήρα (πχ. παροχής υπηρεσιών, εργασίας, κτλ.), στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος. (άρθρο 106 παρ.2)

88. Η κήρυξη της πτώχευσης επηρεάζει το δικαίωμα καταγγελίας που προβλέπει μία σύμβαση διαρκούς χαρακτήρα;
Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεων διαρκούς χαρακτήρα, που προβλέπει ο νόμος ή η σύμβαση. (άρθρο 107)

89. Μπορεί ο σύνδικος να μεταβιβάσει μία σύμβαση σε τρίτον;

Ο σύνδικος δικαιούται να μεταβιβάσει σε τρίτο τη συμβατική σχέση, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι ο οφειλέτης. Από το τίμημα εξοφλούνται τα πτωχευτικά πιστώματα. Η σύμβαση μεταβιβάζεται ως σύνολο και ο αποκτών υπεισέρχεται στη θέση του οφειλέτη με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η μεταβίβαση επιτρέπεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη συμβατικών όρων που την αποκλείουν ή την περιορίζουν, αν συναινεί ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη.
Σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος δεν συναινεί στην ως άνω μεταβίβαση, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου, μπορεί να εγκρίνει τη μεταβίβαση υπό τους όρους:
α) ότι ο σύνδικος επέλεξε τη συνέχιση της σύμβασης,

β) ότι ο τρίτος έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει τις απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις του οφειλέτη και
γ) ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν βλάπτεται από τη μεταβίβαση. (άρθρο 108)

90. Εάν ο οφειλέτης είχε πωλήσει πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας πριν την κήρυξη της πτώχευσης, η κήρυξη της πτώχευσης αποτελεί λόγο λύσεως της σύμβασης;

Σε περίπτωση που πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε πωλήσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος και το είχε παραδώσει στον αγοραστή, η κήρυξη της πτώχευσης δεν αποτελεί λόγο λύσεως της σύμβασης ή υπαναχώρησης από αυτήν, ούτε εμποδίζει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος κατά τα συμφωνηθέντα. (άρθρο 110 παρ.1)

91. Εάν ο οφειλέτης είχε αγοράσει πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας πριν την κήρυξη της πτώχευσης, η κήρυξη της πτώχευσης αποτελεί λόγο λύσεως της σύμβασης;
Σε περίπτωση που πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε αγοράσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας του πωλητή και είχε παραλάβει το πράγμα, η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή που απορρέουν από την επιφύλαξη κυριότητας. (άρθρο 110 παρ.2)

92. Μπορεί ο πιστωτής να ασκήσει το δικαίωμα συμψηφισμού μετά την κήρυξη της πτώχευσης;
Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο πιστωτής μπορεί να προτείνει συμψηφισμό ανταπαίτησής του προς την αντίστοιχη απαίτηση του οφειλέτη, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης. (άρθρο 111)

93. Μπορεί να ζητηθεί αποχωρισμός αντικειμένου από την πτωχευτική περιουσία;

Μπορεί, με αίτηση προς το σύνδικο, από πρόσωπο που επικαλείται εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα σε αντικείμενο που δεν ανήκει στον οφειλέτη ή από τον εκδοχέα στην περίπτωση όπου η απαίτηση από το τίμημα κινητών έχει εκχωρηθεί πριν την πτώχευση. Εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή, η απόδοση από το σύνδικο γίνεται μετά από άδεια του εισηγητή. Αν η αίτηση δεν γίνει δεκτή, η αξίωση προς αποχωρισμό ασκείται κατά του συνδίκου με βάση τις γενικές διατάξεις που ισχύουν ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου του οποίου ζητείται ο αποχωρισμός. (άρθρο 112 παρ. 1)
Επί καταπιστευτικής μεταβίβασης κυριότητας κινητού με διατήρηση της νομής από τον οφειλέτη, ο πιστωτής, ως κύριος του πράγματος, δικαιούται σε αποχωρισμό του. (άρθρο 112 παρ. 4)

94. Τι συμβαίνει σε περίπτωση που το αντικείμενο, του οποίου μπορεί να ζητηθεί ο αποχωρισμός, έχει εκποιηθεί.
Εάν το αντικείμενο, του οποίου μπορούσε να ζητηθεί ο αποχωρισμός, έχει εκποιηθεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, χωρίς δικαίωμα, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ή μετά την κήρυξη της από το σύνδικο, ο δικαιούχος σε αποχωρισμό μπορεί να απαιτήσει την εκχώρηση της απαίτησης κατά του τρίτου στην αντιπαροχή, εάν αυτή ακόμα οφείλεται ή τον αποχωρισμό

της αντιπαροχής από την πτωχευτική περιουσία, εάν αυτή διατηρεί την ταυτότητα. (άρθρο 112 παρ. 2)

95. Τι συμβαίνει σε περίπτωση που ο αποχωρισμός είναι αδύνατος.

Εάν ο αποχωρισμός είναι αδύνατος, ο δικαιούχος συμμετέχει στην πτωχευτική διαδικασία ως πτωχευτικός πιστωτής με βάση την αξία του αντικειμένου. (άρθρο 112 παρ. 3)

96. Ποια η έννοια της πτωχευτικής διεκδίκησης και ποιος έχει το σχετικό δικαίωμα

Δικαίωμα διεκδίκησης έχει εκείνος που πριν την κήρυξη της πτώχευσης παρέδωσε εμπορεύματα στον οφειλέτη λόγω παρακαταθήκης προς πώληση ή για να πωληθούν για λογαριασμό του. Για να συντρέξει το δικαίωμα, πρέπει, κατά την κήρυξη της πτώχευσης, τα εμπορεύματα βρίσκονται στην πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη αναλλοίωτα εν όλω ή εν μέρει.Εάν τα εμπορεύματα έχουν πωληθεί και το τίμημα οφείλεται κατά την κήρυξη της πτώχευσης, ο παραγγελέας – παρακαταθέτης διεκδικεί ευθέως αυτό στα χέρια του αγοραστή.(άρθρο 113 παρ. 1, 2). Δικαίωμα πτωχευτικής διεκδίκησης έχει και ο δικαιούχος αξιογράφων, τα οποία πριν την κήρυξη της πτώχευσης είχε αποστείλει στον οφειλέτη για να εισπραχθούν ή να διατεθούν για καθορισμένες πληρωμές, εφόσον αυτά κατά την κήρυξη της πτώχευσης βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη αυτούσια.(άρθρο 113 παρ. 3)

97. Μπορεί ο πωλητής εμπορευμάτων να διεκδικήσει τα εμπορεύματά του από τον οφειλέτη, σε περίπτωση πτώχευσης;
Ναι. Εκείνος που πριν την κήρυξη της πτώχευσης είχε πωλήσει εμπορεύματα στον οφειλέτη, τα οποία κατά την κήρυξη της πτώχευσης δεν έχουν ακόμα περιέλθει στην κατοχή του οφειλέτη ή τρίτου που ενεργεί για λογαριασμό του και εφόσον το τίμημα οφείλεται εν όλω ή εν, έχει δικαίωμα διεκδίκησης. (άρθρο 114 παρ. 1)
Αν ο πωλητής κατέχει το πράγμα, έχει δικαίωμα επίσχεσης. (α. 114 παρ.2)

Εν προκειμένω, ο σύνδικος έχει το δικαίωμα της επιλογής που του παρέχει το α. 104. (α. 115 παρ.2)

98. Πώς ασκείται το δικαίωμα της διεκδίκησης

Επί διεκδίκησης, ο σύνδικος υποβάλλεισχετική πρόταση και αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξή του ο εισηγητής. (άρθρο 115 παρ. 1)

99. Ποιες πράξεις μπορούν να ανακληθούν από το σύνδικο;

Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρονικού διαστήματος από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης, ήτοι στην ύποπτη περίοδο, ή, στην περίπτωση των πράξεων υποχρεωτικής ανάκλησης, εντός του προηγουμένου από την ύποπτη περίοδο εξαμήνου και μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από το σύνδικο. (άρθρο 116)

100. Ποιες πράξεις ανακαλούνται υποχρεωτικά από το σύνδικο;

Οι πράξεις που είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών. Ως επιζήμιες νοούνται:
α) Δωρεές και χαριστικές γενικά δικαιοπραξίες, καθώς και αυτές στις οποίες η αντιπαροχή που έλαβε ο οφειλέτης ήταν δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τη δική του παροχή. Εξαιρούνται οι συνήθεις δωρεές που γίνονται για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας ή από λόγους ηθικού καθήκοντος, καθώς και πράξεις από ελευθεριότητα που διενεργήθηκαν από τον οφειλέτη σε εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης και παροχές προς οικονομική ή επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων του, εφόσον οι παροχές είναι ανάλογες προς την περιουσιακή του κατάσταση και δεν επέφεραν ουσιώδη ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη.
β) Πληρωμές μη ληξιπρόθεσμων χρεών.

γ) Πληρωμές ληξιπρόθεσμων χρεών με άλλο τρόπο και όχι με μετρητά ή με τη συμφωνηθείσα παροχή, εκτός από οικειοθελείς παραχωρήσεις ακινήτων προς πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα σε εξόφληση ή απομείωση ληξιπρόθεσμων οφειλών του οφειλέτη.
δ) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος της 17.7/13.8.1923, σύσταση εμπράγματης ασφάλειας, συμπεριλαμβανόμενης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης ή παροχή άλλων ασφαλειών ενοχικής φύσεως για προϋπάρχουσες υποχρεώσεις, για την εξασφάλιση των οποίων ο οφειλέτης δεν είχε αναλάβει αντίστοιχη υποχρέωση ή για την εξασφάλιση νέων υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τον οφειλέτη σε αντικατάσταση εκείνων που προϋπήρχαν.(άρθρο 117)

101. Ποιες πράξεις ανακαλούνται δυνητικά από το σύνδικο;

Οι αμφοτεροβαρείς πράξεις του οφειλέτη ή πληρωμή από αυτόν ληξιπρόθεσμων χρεών του που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί να ανακληθεί. Για να λάβει χώρα η ανάκληση, θα πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος κατά τη διενέργεια της πράξης να γνώριζε ή να μπορούσε να εκτιμήσει ότι η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών.(άρθρο 118 παρ. 1)

Υπάρχει τεκμήριο ότι ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε, εάν κατά τη διενέργεια της πράξης ήταν σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή πρόσωπο με το οποίο ο οφειλέτης συζούσε το τελευταίο έτος πριν τη διενέργεια της πράξης. Επί αντισυμβαλλόμενου νομικού προσώπου το τεκμήριο της γνώσης αφορά τα ως άνω πρόσωπα, εφόσον κατά τη διενέργεια της πράξης είχαν την ιδιότητα του ιδρυτή ή διοικητή ή διευθυντή ή διαχειριστή του, ή ήταν πιστωτές ή αντισυμβαλλόμενοι οι οποίοι διενέργησαν εμπορικές πράξεις και λοιπές συναλλαγές με οικονομικούς και άλλους όρους που βρίσκονταν σε προφανή και ουσιώδη απόκλιση από τους τρέχοντες όρους συναλλαγών κατά τη στιγμή διενέργειάς τους. (άρθρο 118 παρ. 2)
Εάν η ανακλητική αγωγή εγερθεί μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της πτώχευσης, δεν ισχύει το τεκμήριο. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, η γνώση του αντισυμβαλλομένου τεκμαίρεται για τα πρόσωπα που συνδέονται με τον οφειλέτη σύμφωνα με τον ορισμό του Παραρτήματος Α του ν. 4308/2014. (άρθρο 118 παρ. 2)

102. Υπό ποιες προϋποθέσεις ανακαλούνται πράξεις που βλάπτουν δολίως τους πιστωτές του οφειλέτη.
Πράξεις, τις οποίες ο οφειλέτης έκανε με δόλο την τελευταία πενταετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης, προκειμένου να ζημιώσει τους πιστωτές του ή να ωφελήσει ορισμένους σε βάρος άλλων, ανακαλούνται, εάν ο τρίτος με τον οποίο συμβλήθηκε, κατά το χρόνο της διενέργειας της πράξης γνώριζε το δόλο του οφειλέτη.Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να ασκήσουν παυλιανή αγωγή κατά τα άρθρα 939 επ. ΑΚ.(άρθρο 119 παρ. 1, 2)
Ο σύνδικος υποχρεούται να παρέχει σε κάθε πιστωτή που υποβάλλει σχετικό αίτημα στοιχεία για όλες τις συναλλαγές απαλλοτρίωσης περιουσιακών στοιχείων, στις οποίες προέβη ο οφειλέτης κατά την τελευταία πενταετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.(άρθρο 119 παρ. 2)

103. Ποιες πράξεις δεν θεωρούνται καταδολιευτικές και δεν ανακαλούνται;Δεν αποτελούν καταδολιευτικές πράξεις και δεν ανακαλούνται:
α) Συνηθισμένες πράξεις της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής ή άλλης οικονομικής δραστηριότητας του οφειλέτη που διενεργήθηκαν κάτω από κανονικές συνθήκες και μέσα στα όρια των συνήθων συναλλαγών του, συμπεριλαμβανομένων δεδουλευμένων αποδοχών εργαζομένων.
β) Πράξεις του οφειλέτη που ρητά ο νόμος τις εξαιρεί από την εφαρμογή των ρυθμίσεων περί ανάκλησης, ακυρότητας ή ακυρωσίας πράξεων που έγιναν την τελευταία διετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.

γ) Παροχή του οφειλέτη, για την οποία ο αντισυμβαλλόμενος κατέβαλε άμεσα ισοδύναμη αντιπαροχή σε μετρητά.
δ) Συναλλαγές που ήταν εύλογες και άμεσα αναγκαίες για τη διαπραγμάτευση συμφωνίας εξυγίανσης, στις οποίες περιλαμβάνονται:
δα) η καταβολή αμοιβών και δαπανών για τη διαπραγμάτευση, έγκριση ή επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης· και
δβ) η καταβολή αμοιβών και δαπανών για τη λήψη επαγγελματικής συμβουλής σε στενή σχέση με την συμφωνία εξυγίανσης.
ε) Πράξεις που έλαβαν χώρα με τη συμφωνία ή σε εκτέλεση συμφωνίας εξωδικαστικού συμβιβασμού ή συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με τα Κεφάλαια Α’ και Β’ του Μέρους Β’ του Βιβλίου Πρώτου του νόμου. (άρθρο 120)

104. Ισχύει κάτι ειδικό επί χρηματοοικονομικών συναλλαγών;

Το εάν είναι έγκυρη ή εάν ανακαλείται εκκαθάριση που συντελέστηκε ή παροχή εξασφάλισης στο πλαίσιο των συναλλαγών σε χρηματιστηριακή αγορά παραγώγων, ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν στη σχετική χρηματιστηριακή αγορά.
Το εάν είναι έγκυρες ή εάν ανακαλούνται συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με βάση τέτοιες συμφωνίες ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν. 3301/2004 (Α’ 263).
Το εάν είναι έγκυρος ή εάν ανακαλείται συμψηφισμός, πληρωμές ή συναλλαγές αυτών που συμμετέχουν σε σύστημα πληρωμών ή διακανονισμού ή σε χρηματαγορά ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις σχετικές συναλλαγές. (άρθρο 121)

105. Κατά ποιων στρέφεται η ανακλητική αγωγή εάν ο οφειλέτης μέσα στην ύποπτη περίοδο πληρώσει χρηματόγραφα;
Επί πληρωμής χρηματογράφων από τον οφειλέτη μέσα στην ύποπτη περίοδο, η ανακλητική αξίωση μπορεί να στραφεί μόνον κατά του εκδότη συναλλαγματικής και του πρώτου οπισθογράφου γραμματίου σε διαταγή και επιταγής και μόνο εφόσον αυτοί γνώριζαν ότι κατά το χρόνο έκδοσης ή οπισθογράφησης αντίστοιχα του χρηματογράφου, ο πληρωτής επί συναλλαγματικής ή ο εκδότης επί γραμματίου σε διαταγή και επιταγής είχε παύσει τις πληρωμές του. (άρθρο 122)

106. Πώς ανακαλούνται οι πράξεις που έγιναν στην ύποπτη περίοδο; Από ποιον ασκείται η σχετική αξίωση και κατά ποιου στρέφεται;
Οι πράξεις που έγιναν στην ύποπτη περίοδο ανακαλούνται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. (άρθρο 123 παρ. 1)

Την ανακλητική αξίωση ασκεί ο σύνδικος. Μπορεί να την ασκήσει και πιστωτής, εφόσον είχε ζητήσει εγγράφως από το σύνδικο την άσκησή της για συγκεκριμένη πράξη και για συγκεκριμένο νόμιμο λόγο και ο σύνδικος δεν την άσκησε μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήψη της αίτησης του πιστωτή. (άρθρο 123 παρ. 2)
Η ανακλητική αγωγή στρέφεται κατά εκείνου ή εκείνων που είχαν λάβει μέρος στην υπό ανάκληση πράξη, καθώς και κατά των κληρονόμων ή άλλων καθολικών διαδόχων τους ή του κακόπιστου ειδικού διαδόχου.(άρθρο 123 παρ. 3)
Η ανάκληση δεν εμποδίζεται εκ του λόγου ότι για την υπό ανάκληση πράξη έχει εκδοθεί τίτλος εκτελεστός ή το εξ αυτής δικαίωμα αποκτήθηκε μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης. (άρθρο 123 παρ. 4)

107. Ποιες είναι οι συνέπειες της απόφασης που διατάσσει την ανάκληση πράξης που έγινε από τον οφειλέτη;
Όποιος με ανακαλούμενη πράξη απέκτησε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, υποχρεούται να το επαναμεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία. Εάν η αυτούσια επαναμεταβίβαση δεν είναι δυνατή, η υποχρέωση ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Αστικού Κώδικα), εφαρμοζόμενες αναλόγως και αφού ληφθούν υπόψη οι πραγματικές χρηματικές καταβολές που έγιναν κατά την υλοποίηση της ανακαλούμενης πράξης.
Ο λήπτης δωρεάς υποχρεούται να επιστρέψει μόνο τον πλουτισμό, εκτός εάν γνώριζε ή κατά τις περιστάσεις μπορούσε να γνωρίζει ότι με τη χαριστική παροχή επέρχεται ζημία της ομάδας των πιστωτών.

Αν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι αυτός που συμβλήθηκε με τον οφειλέτη ενήργησε κακόπιστα, μπορεί να τον υποχρεώσει σε αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη στην ομάδα των πιστωτών. (άρθρο 124)

108. Ποιες είναι οι αξιώσεις του αντισυμβαλλόμενου του οφειλέτη σε περίπτωση ανάκλησης πράξης που διενεργήθηκε εκ μέρους του οφειλέτη;
Εάν με την ανακαλούμενη παροχή είχε εξοφληθεί απαίτηση, με την επαναμεταβίβασή της η απαίτηση επανέρχεται σε ισχύ.
Σε περίπτωση ανάκλησης αμφοτεροβαρούς πράξης, ο αντισυμβαλλόμενος, εφόσον επιστρέφει την παροχή, έχει αξίωση στην αντιπαροχή του ως ομαδικός πιστωτής, εάν η αντιπαροχή εξακολουθεί να διατηρεί την ταυτότητα της στην πτωχευτική περιουσία ή η τελευταία αυξήθηκε κατά την αξία της αντιπαροχής, άλλως ικανοποιείται ως πτωχευτικός πιστωτής.(άρθρο 125)

109. Ποιος είναι ο χρόνος παραγραφής της ανακλητικής αξίωσης;

Η ανακλητική αξίωση παραγράφεται με την παρέλευση ενός (1) έτους από την ημέρα που ο σύνδικος ή ο πιστωτής, κατά περίπτωση, έλαβε γνώση της πράξης και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση δύο (2) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης.

110. Ποια η αστική ευθύνη διοικητών εταιρειών σε περίπτωση παύσης πληρωμών της εταιρείας;
Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η αίτηση πτώχευσης ανώνυμης εταιρείας, τα υπαίτια για την καθυστέρηση μέλη του οργάνου διοίκησης του οφειλέτη που έχει την αρμοδιότητα υποβολής αίτησης πτώχευσης για λογαριασμό του νομικού προσώπου ευθύνονται εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών:
α. από τη μείωση του πτωχευτικού μερίσματος που επήλθε λόγω της καθυστέρησης, και
β. των οποίων οι απαιτήσεις δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο μεταξύ της τριακοστής πρώτης ημέρας μετά την παύση πληρωμών και της επομένης της υποβολής αίτησης πτώχευσης.
Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του οργάνου διοίκησης, με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν εγκαίρως την αίτηση. Οι σχετικές απαιτήσεις των εταιρικών δανειστών ασκούνται μόνον από το σύνδικο.(άρθρο 127 παρ. 1, 2)
Δεν υφίσταται η παραπάνω ευθύνη εφόσον η καθυστέρηση υποβολής της αίτησης οφείλεται σε απόπειρα αποφυγής της αφερεγγυότητας μέσω διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης του οφειλέτη ή συμφωνίας στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πιστωτών, των μετόχων ή εταίρων και άλλων ενδιαφερομένων μερών.(άρθρο 127 παρ. 3)
Αν η παύση πληρωμών της ανώνυμης εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του οργάνου διοίκησης, τα υπαίτια μέλη ευθύνονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών για τη ζημία που τους προκλήθηκε. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του οργάνου διοίκησης, ώστε να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα την περιέλευση της εταιρείας σε παύση πληρωμών.(άρθρο 127 παρ. 4)
Οι παραπάνω αξιώσεις υπόκεινται σε τριετή παραγραφή από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, εφόσον δε πρόκειται περί ζημίας εκ δόλου, σε δεκαετή παραγραφή.(άρθρο 127 παρ. 5)

Οι διατάξεις του άρθρου 127 εφαρμόζονται αναλόγως και σε κάθε άλλο νομικό πρόσωπο, σε σχέση με το οποίο ο νόμος δεν προβλέπει από κοινού και εις ολόκληρον ευθύνη των εταίρων για το σύνολο των εταιρικών χρεών, όπως ενδεικτικά στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία και τη ναυτική εταιρεία.(άρθρο 127 παρ. 6)

111. Ποια είναι τα όργανα της πτώχευσης

Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτωχευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος και η συνέλευση των πιστωτών. (άρθρο 128)

112. Ποια είναι η αρμοδιότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου;

Πτωχευτικό δικαστήριο είναι το δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα στην πτωχευτική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 78 του νόμου. Ασκεί την ανώτατη εποπτεία στη διεύθυνση των εργασιών της πτώχευσης. Έχει αρμοδιότητα να δικάζει τις διαφορές που ειδικά ορίζονται στον παρόντα κώδικα. (άρθρο 129)

113. Ποια διαδικασία εφαρμόζεται ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου;

Το πτωχευτικό δικαστήριο δικάζει κάθε υπόθεση που υπάγεται σ` αυτό, χωρίς εξαίρεση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. Κ.Πολ.Δ.). Οι πρόσθετες παρεμβάσεις ενώπιον του ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά χωρίς τήρηση προδικασίας. Οι κύριες παρεμβάσεις ασκούνται υποχρεωτικά με αυτοτελές δικόγραφο και με ποινή απαραδέκτου το αργότερο τρείς (3) εργάσιμες ημέρες πριν από την δικάσιμο, και συνεκδικάζονται υποχρεωτικώς με την αίτηση και τις τυχόν ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις. Η άσκηση κύριας παρέμβασης με αυτοτελές δικόγραφο σε διαφορετική δικάσιμο, δεν αποτελεί λόγο αναβολής της συζήτησης της αίτησης κατά την ορισθείσα δικάσιμο.Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, οι υποθέσεις ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου προσδιορίζονται εντός είκοσι (20) ημερών και η κλήτευση γίνεται προ δέκα (10) ημερών. (άρθρο 130)

114. Ποια είναι τα ένδικα βοηθήματα και μέσα κατά των αποφάσεων του πτωχευτικού δικαστηρίου;
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση και αναίρεση μόνο για τους λόγους του άρθρου 559 αριθ. 1,4, 14, 16, 17 και 19 του Κ.Πολ.Δ.
Δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση ή αναίρεση οι αποφάσεις του δικαστηρίου περί διορισμού ή αντικατάστασης του εισηγητή ή του συνδίκου και περί χορήγησης βοηθημάτων προς τον οφειλέτη ή την οικογένειά του. (άρθρο 131)

115. Ποιος είναι εισηγητής στην πτώχευση;

Εισηγητής στην πτώχευση ορίζεται πρωτοδίκης ή ειρηνοδίκης κατά περίπτωση. Για τον ορισμό των εισηγητών των πτωχεύσεων βαρύνουσα σημασία έχει ιδίως η προηγούμενη εμπειρία σε πτωχεύσεις και η τυχόν μετεκπαίδευση σε θέματα πτωχεύσεων. (άρθρο 132)

116. Ποια είναι τα καθήκοντα του εισηγητή δικαστή;

Ο εισηγητής υποβάλλει εισήγηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο ως προς την αποδοχή ή μη της αίτησης μετά τη συζήτηση της υπόθεσης. (άρθρο 133 παρ. 1)
Ο εισηγητής οφείλει αμέσως μετά την κήρυξη της πτώχευσης να ενημερώσει το σύνδικο περί του διορισμού του. Έχει καθήκον να επιτηρεί και να επιταχύνει τις εργασίες της πτώχευσης και να διατάσσει όλα τα κατεπείγοντα μέτρα προς διασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας. (άρθρο 133 παρ. 2)
Επιβλέπει το έργο του συνδίκου και, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, μπορεί να ζητήσει την αντικατάστασή του, σύμφωνα με το άρθρο 139. Παρέχει στο σύνδικο την άδεια εμπορίας ή εκποίησης εμπορευμάτων και εν γένει κινητών και ακινήτων της πτώχευσης, όπου προβλέπεται στον παρόντα κώδικα.(άρθρο 133 παρ. 3)

117. Πώς εκφέρει την άποψή του ο εισηγητής;

Με αιτιολογημένη διάταξή του αποφαίνεται επί των ζητημάτων που αναφέρονται στον παρόντα κώδικα και παρέχει τις προβλεπόμενες άδειες. (άρθρο 134 παρ. 1)

118. Προσβάλλονται με κάποιο ένδικο βοήθημα οι διατάξεις του εισηγητή;

Στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον παρόντα κώδικα, όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου κατά των διατάξεων του εισηγητή. Η προσφυγή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, ασκείται εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της διάταξης. Η προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεση των διατάξεων του εισηγητή, μπορεί όμως ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του προσφεύγοντος, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.). (άρθρο 134 παρ. 2)

119. Έχει ο εισηγητής και ανακριτικά καθήκοντα;

Ο εισηγητής μπορεί να εξετάσει ανωμοτί τον οφειλέτη και ενόρκως τους αντιπροσώπους και υπαλλήλους του, σχετικά με οποιοδήποτε θέμα της αρμοδιότητάς του. Αντίγραφα των

καταθέσεων διαβιβάζει ο εισηγητής και προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης κάποιου προσώπου.
Ειδικότερα, ο εισηγητής μπορεί να αναθέτει σε ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή σε άλλα ελεγκτικά όργανα της Διοίκησης τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων, όπως έλεγχο και σύνταξη σχετικής έκθεσης ή λήψη αντιγράφων από τα φορολογικά και λοιπά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη, ο οποίος έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, με σκοπό τη διαπίστωση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και της περιουσίας του τελευταίου. (άρθρο 135)

120. Μπορεί ο εισηγητής να επιβάλει κυρώσεις κατά του οφειλέτη και σε ποιες περιπτώσεις;
Αν ο οφειλέτης αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του συνδίκου ή του εισηγητή και να παρουσιάσει και παραδώσει βιβλία ή αρχεία ή έγγραφα αναγκαία για την πτωχευτική διαδικασία και εφόσον είχε νομίμως ειδοποιηθεί τουλάχιστον δύο (2) ημέρες πριν από την ημέρα εμφάνισης, ο εισηγητής επιβάλλει σε αυτόν ποινή τάξεως από πεντακόσια (500) έως δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Μετά τη δεύτερη, χωρίς αποτέλεσμα, ειδοποίηση εμφάνισης του οφειλέτη, ο εισηγητής μπορεί να προβεί στην αποστολή έκθεσης κατ` αυτού για απείθεια κατά τη διάταξη του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών. (άρθρο 136 παρ. 1)
Ο εισηγητής μπορεί να διατάξει τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα, προς εξασφάλιση της παρουσίας του οφειλέτη και σύμπραξης του, όπου απαιτείται, κατά την πτωχευτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της βίαιης προσαγωγή του ενεργών κατά το άρθρο 231 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. (άρθρο 136 παρ. 2)
Εφόσον τρίτα πρόσωπα έχουν αντίγραφα ή πρόσβαση στα στοιχεία αυτά καλούνται από τον εισηγητή να τα παραδώσουν και σε περίπτωση που αρνούνται να το πράξουν ο εισηγητής μπορεί να προβεί στην αποστολή έκθεσης κατ` αυτών στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών για υπεξαγωγή εγγράφου (άρθρο 222 ΠΚ). (άρθρο 136 παρ. 3)

121. Ποια πρόσωπα διορίζονται σύνδικοι;

Ως σύνδικος διορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο πρόσωπο το οποίο διαθέτει άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας.
Σύνδικος διορίζεται ο προτεινόμενος από τον αιτούντα, εκτός αν συντρέχει περίπτωση επιτρεπτής υποβολής αίτησης πτώχευσης χωρίς την πρόταση συνδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ.4 εδ.β.
Αν ο αιτών είναι ο οφειλέτης και ασκήσει παρέμβαση πιστωτής που προτείνει άλλο πρόσωπο ως σύνδικο, διορίζεται το πρόσωπο αυτό.

Αν υποβληθούν περισσότερες τέτοιες παρεμβάσεις, διορίζεται το πρόσωπο που προτείνεται από τους πιστωτές που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Αν ο αιτών είναι πιστωτής και ασκήσει παρέμβαση πιστωτής που αντιπροσωπεύει μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων κατά του οφειλέτη προτείνοντας άλλο πρόσωπο ως σύνδικο, διορίζεται το πρόσωπο αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, το δικαστήριο δύναται να αποκλίνει από την πρόταση των πιστωτών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, εφόσον κρίνει ότι ο προτεινόμενος σύνδικος δεν είναι κατάλληλος ή εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπό του κωλύματα. (άρθρο 137 παρ. 1)
Σε κάθε άλλη περίπτωση η επιλογή του συνδίκου από το πτωχευτικό δικαστήριο ή τον εισηγητή, κατά περίπτωση, γίνεται κατά την κρίση του, αφού λάβει υπόψη του τις διατάξεις που ισχύουν για το διαχειριστή αφερεγγυότητας, τα στοιχεία ως προς την εμπειρία του τελευταίου και του πιστοποιημένου προσώπου που προτείνεται να απασχοληθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση και τυχόν πειθαρχικές διώξεις σε βάρος του ή σε βάρος του πιστοποιημένου προσώπου. (άρθρο 137 παρ. 2)
Ως σύνδικος δεν μπορεί να διοριστεί πρόσωπο ως προς το οποίο υφίσταται κώλυμα σύμφωνα με το άρθρο 238. (άρθρο 137 παρ. 3)
Ο σύνδικος ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα και οφείλει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την κείμενη νομοθεσία στο διαχειριστή αφερεγγυότητας. (άρθρο 137 παρ. 4)

122. Σε ποιες περιπτώσεις αντικαθιστά το πτωχευτικό δικαστήριο το σύνδικο;

Το πτωχευτικό δικαστήριο αντικαθιστά το σύνδικο στις εξής περιπτώσεις:

α) Ύστερα από έγγραφη δήλωση του συνδίκου προς τον εισηγητή περί ύπαρξης κωλύματος του άρθρου 238 ή ύστερα από έγγραφη δήλωση παραίτησής του για σπουδαίο λόγο, η οποία επίσης υποβάλλεται στον εισηγητή. Ο εισηγητής εισηγείται προς το δικαστήριο για το εάν η παραίτηση είναι καταχρηστική σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 80 παράγραφος 2 ή εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος.
β) Εφόσον το δικαστήριο αποφασίσει ότι ο σύνδικος παραιτείται παρά την αποδοχή του διορισμού του χωρίς σπουδαίο λόγο ή αν παραιτείται καταχρηστικά κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 80, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να διοριστεί εκ νέου σύνδικος για τα επόμενα δύο (2) έτη και το γεγονός αυτό γνωστοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του πτωχευτικού δικαστηρίου στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας προκειμένου να καταχωρισθεί στο Μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας που προβλέπεται στο άρθρο 236.
γ) Ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή για σπουδαίο λόγο που συνίσταται, ιδίως, σε σοβαρή παράβαση του συνδίκου κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή μη εκπλήρωση αυτών. Η αίτηση υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, η απόφαση του

οποίου υπόκειται μόνον σε έφεση. Σπουδαίο λόγο αποτελεί η τέλεση από το σύνδικο πειθαρχικής παράβασης σύμφωνα με το προβλεπόμενα στο άρθρο 243. (άρθρο 138 παρ. 1)

123. Μπορούν οι πιστωτές να ζητήσουν την αντικατάσταση του συνδίκου;

Πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) τουλάχιστον των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, εξαιρουμένων των απαιτήσεων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη προσώπων κατά την έννοια του Παραρτήματος Α του ν. 4308/2014, μπορούν να ζητήσουν τη σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών με θέμα την αντικατάσταση του συνδίκου. Στην αίτηση περιλαμβάνονται οι λόγοι αντικατάστασης του συνδίκου. Ο σύνδικος οφείλει να συγκαλέσει τη συνέλευση των πιστωτών εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από τη λήψη της αίτησης. Εφόσον αποφασιστεί από τη συνέλευση η αντικατάσταση του συνδίκου και προταθεί αντικαταστάτης, ο τελευταίος διορίζεται σύνδικος με πράξη του εισηγητή εφόσον δεν προκύπτουν ως προς τον διορισμό του τα κωλύματα του άρθρου 238.(άρθρο 138 παρ. 2)

124. Ποιες είναι οι άμεσες υποχρεώσεις του συνδίκου προκειμένου για την εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας?
Ο σύνδικος της πτώχευσης οφείλει, μόλις αναλάβει τα καθήκοντα του, να ζητήσει από το δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου για την εξασφάλιση της περιουσίας του πτωχού, καθώς και να εγγράψει αμέσως υποθήκες ή προσημειώσεις υποθηκών στην ακίνητη περιουσία προσώπων που είναι οφειλέτες του πτωχού. Επίσης ο σύνδικος οφείλει άμεσα να εγγράψει υποθήκες υπέρ των πιστωτών της πτώχευσης σε όλα τα ακίνητα που ανήκουν στον οφειλέτη που κηρύχθηκε σε πτώχευση.
(άρθρο 139 παρ.1 και 2).

125. Ποια είναι η τύχη των πραγμάτων που ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, αλλά υπόκεινται σε φθορά?
O σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή την εξαίρεσή των πραγμάτων αυτών από τη σφράγιση και την παράδοση του σε αυτόν. Στη συνέχεια προβαίνει σε εκτίμηση της αξίας τους και εφόσον ο εισηγητής χορηγήσει τη σχετική άδεια, καθορίζει τον χρόνο και τον τόπο της εκποίησης τους.
(Άρθρο 140).

126. Πώς διενεργείται η αποσφράγιση και η απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας?

Ο σύνδικος, εφόσον έχει ολοκληρωθεί η σφράγιση, ζητεί από τον εισηγητή την αποσφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προβαίνει στην απογραφή της, κατά την

οποία μπορεί να παρευρίσκεται και ο ίδιος ο οφειλέτης. Ο σύνδικος μπορεί να προσλάβει βοηθό της εκλογής του για τη σύνταξη της απογραφής και την εκτίμηση των πραγμάτων και συντάσσει έκθεση απογραφής του συνόλου του ενεργητικού του οφειλέτη. Στη συνέχεια υποβάλλει προς τον εισηγητή το συντομότερο ειδική αναφορά με βάση τα στοιχεία της απογραφής.
(Άρθρα 141-142).

127. Η πτωχευτική περιουσία ενδέχεται να αποτελείται και από απαιτήσεις του πτωχού έναντι τρίτων. Ποιες είναι οι ενέργειες του συνδίκου στην περίπτωση αυτή?
Ο σύνδικος επιμελείται για την είσπραξη των απαιτήσεων της πτώχευσης. Ανοίγει ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στη Ελλάδα στο όνομα του τελούντος σε πτώχευση οφειλέτη, όπου καταθέτει τα χρήματα που υπήρχαν στο ταμείο ή σε οποιονδήποτε λογαριασμό του οφειλέτη ή εισπράχθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Για την κάλυψη των πάσης φύσης δαπανών και εξόδων της πτώχευσης, ο σύνδικος μπορεί να λάβει ειδική χρηματοδότηση. Ο ειδικός λογαριασμός κινείται από τον σύνδικο αποκλειστικά για τις δαπάνες των εργασιών της πτώχευσης και για τη διανομή στους πιστωτές, σε κάθε περίπτωση μόνο μετά από άδεια του εισηγητή δικαστή. Επίσης, ο σύνδικος μπορεί να συνάψει συμβιβασμό, κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα (άρθρο 871), για κάθε αξίωση που έχει ο οφειλέτης έναντι τρίτων. Εφόσον το σχετικό πρακτικό συμβιβασμού επικυρωθεί από τον εισηγητή, τότε αυτό έχει ισχύ δικαστικής απόφασης. (Άρθρα 144-145).

128. Τι συμβαίνει όταν, κατά τη διάρκεια των εργασιών της πτώχευσης, ανακύψει τέλεση παρανόμων πράξεων κατά του οφειλέτη κατά τη χρονική περίοδο που προηγήθηκε της κήρυξης της πτώχευσης?
Ο σύνδικος έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει εγκλήσεις ή αγωγές κατά προσώπων, που με τις πράξεις τους, προ της κήρυξης της πτώχευσης, επηρέασαν δυσμενώς την περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη και συντέλεσαν στην παύση πληρωμών του, καθώς και να δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών.Η ευρεία αυτή δυνατότητα που δίνεται στο σύνδικο, έχει ως σκοπό την πρόληψη και αποφυγή δολίων συμπεριφορών που οδηγούν μία υγιή οικονομική οντότητα σε κατάσταση πτώχευσης, με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία της αγοράς και την νόθευση του ανταγωνισμού. (Άρθρο 148).

129. Πώς καθορίζεται η αντιμισθία του συνδίκου?

Η αντιμισθία του συνδίκου ορίζεται καταρχήν από το πτωχευτικό δικαστήριο, ενώ, δευτερευόντως, επιτρέπεται και αμοιβή βάσει συμφωνίας με τους πιστωτές. Εξάλλου,

υπάρχει πρόβλεψη στο νόμο και για πρόσθετη αμοιβή στον σύνδικο μετά από σχετικό αίτημα του και κατόπιν απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών, αμοιβή συνδεόμενη όμως με την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος. (Άρθρο 149).

130. Πώς συγκαλείται η συνέλευση των πιστωτών, ποιοι δικαιούνται να συμμετέχουν σε αυτήν και πώς αποφασίζουν?
Η συνέλευση των πιστωτών αποτελείται από όλους τους πιστωτές της πτώχευσης, καθώς και από τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις τελούν υπό αίρεση. Συγκαλείται από τον εισηγητή και δημοσιοποιείται πέντε (5) ημέρες πριν την ημέρα της σύγκλησης. Σημειωτέον ότι οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να αιτηθεί προς τον εισηγητή τη σύγκληση της συνέλευσης ορίζοντας και τα προς απόφαση θέματα.
Μέχρι την επαλήθευση των πιστώσεων, η συνέλευση αποτελείται από τους πιστωτές που συγκαταλέγονται στην κατάσταση πιστωτών, στην οποία βασίστηκε η απόφαση για την κήρυξη της πτώχευσης. Μετά την επαλήθευση των πιστώσεων, στη συνέλευση μετέχουν οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν δεκτές, έστω και προσωρινά κατά τη διάρκεια της επαλήθευσης. Απαρτία υπάρχει, αν μετέχουν στη συνέλευση πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 50% των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνέλευση επαναλαμβάνεται με όσους, ανεξάρτητα από ύψος των απαιτήσεών τους, ευρεθούν παρόντες, Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των απαιτήσεων που εκπροσωπούνται σε αυτή. (Άρθρα 150-151).

131. Πώς αναγγέλλονται στην πτώχευση οι απαιτήσεις των πιστωτών του οφειλέτη που πτώχευσε, συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου, και εντός ποιάς προθεσμίας?
Καταρχάς ο πτωχός οφειλέτης υποχρεούται να παραδώσει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεών τους, με κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεση του. Στη συνέχεια ο σύνδικος οφείλει αμέσως να ενημερώσει εγγράφως όλους τους πιστωτές που είναι γνωστής διαμονής και τους καλεί να αναγγείλουν την απαίτησή τους και να καταχωρήσουν τα έγγραφα στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας και τις προθεσμίες εντός των οποίων υποχρεούνται σε αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεών τους, και επισημαίνει τις συνέπειες από την παράλειψη ή το εκπρόθεσμο της αναγγελίας της κατάθεσης των εγγράφων ή της επαλήθευσης των απαιτήσεων.
Η αναγγελία απαίτησης πιστωτή γίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσιοποίηση της κήρυξης της πτώχευσης. Κατ’ εξαίρεση, οι απαιτήσεις του Δημοσίου αναγγέλλονται το αργότερο μέχρι τη σύνταξη του τελευταίου πίνακα διανομής, δεν υπόκεινται στην διαδικασία επαλήθευσης και συμμετέχουν μόνο σε διανομές που δεν έχουν διαταχθεί μέχρι την αναγγελία τους. Η προθεσμία αναγγελίας αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου.

Κατ’ εξαίρεση, πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο.
(Άρθρα 152-154).

132. Πώς γίνεται η επαλήθευση των απαιτήσεων της πτώχευσης?

Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας ο σύνδικος επαληθεύει τις απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί, υποχρεωτικά εντός τριών(3) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας, με αντιπαραβολή των εγγράφων του πιστωτή προς τα βιβλία και τα υπόλοιπα έγγραφα του οφειλέτη. Ο εισηγητής μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση των βιβλίων του πιστωτή ή ακριβούς αποσπάσματος αυτών ως αποδεικτικού μέσου. Στη συνέχεια ο σύνδικος συντάσσει πίνακα των απαιτήσεων που επαληθεύθηκαν, τον οποίο και δημοσιεύει. Σημειωτέον, ότι έχει τη δυνατότητα να συμπληρώνει στον πίνακα αυτό τη συνολική ικανοποίηση κάθε απαίτησης, μετά από κάθε τυχόν προσωρινή διανομή.
(Άρθρα 155-156).

133. Η ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη λαμβάνει χώρα μετά την επαλήθευση των απαιτήσεων της πτώχευσης? Πότε διανέμεται το προϊόν της ρευστοποίησης στους πιστωτές?
Όχι. Μία από τις σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις του νέου νομοθετικού πλαισίου είναι η αποσύνδεση της ρευστοποίησης του ενεργητικού από την επαλήθευση των πιστώσεων. Κι αυτό έγινε διότι η καθυστέρηση στη ρευστοποίηση του ενεργητικού οδηγεί στην απαξίωση των περισσότερων περιουσιακών στοιχείων, ενώ προκαλεί έξοδα για τη φύλαξη και την ασφάλισή τους. Επιπλέον, πέραν του συμφέροντος των πιστωτών, η ταχύτερη δυνατή επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντα στην παραγωγική διαδικασία ευνοεί και την εθνική οικονομία, αφού η χρήση τους γεννά θέσεις εργασίας, φορολογικά έσοδα κλπ. Έτσι, με βάση το νέο νόμο μετά την ολοκλήρωση της απογραφής ο σύνδικος προβαίνει χωρίς καθυστέρηση στη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη και μετά την ολοκλήρωση της επαλήθευσης των απαιτήσεων προβαίνει στη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης στους πιστωτές.(Άρθρο 157).

134. Ποια διαδικασία ακολουθείται σε περίπτωση που το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίσει την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού μιας επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών κλάδων αυτής? Τι γίνεται όταν η διαδικασία αυτή αποβεί άκαρπη?

Ο σύνδικος, με την εγκατάστασή του στη διοίκηση της επιχείρησης, συντάσσει απογραφή των στοιχείων της επιχείρησης και εν συνεχεία καταρτίζει με βάση την απογραφή υπόμνημα προσφοράς, στο οποίο, περιλαμβάνει και κάθε πληροφορία χρήσιμη για την εικόνα του ενεργητικού της. Στη συνέχεια διενεργεί δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης το συντομότερο δυνατόν. Ο πλειοδοτικός διαγωνισμός μπορεί να αφορά και την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και των μελλοντικών απαιτήσεων, εφόσον αυτά δεν εντάσσονται σε κάποιο από τα εκποιούμενα λειτουργικά σύνολα. Για την εκποίηση του ενεργητικού ως σύνολο ή ως μέρη, ο σύνδικος απευθύνεται σε συμβολαιογράφο και ακολουθείται η ισχύουσα διαδικασία για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας e-auction, με την εξαίρεση ότι δεν τίθεται τιμή πρώτης προσφοράς. Ο σύνδικος μπορεί να διαθέτει προς τους ενδιαφερομένους πληροφορίες ως προς τα διατιθέμενα περιουσιακά στοιχεία, την επιχειρηματική δραστηριότητα, τις εκκρεμείς συμβάσεις και τα εργασιακά θέματα και τις σχέσεις του οφειλέτη που αφορούν το διατιθέμενο λειτουργικό σύνολο, καθώς και πρόσβαση στους ενδιαφερομένους αγοραστές στα στοιχεία της εταιρείας. Εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της διαδικασίας, σύμφωνα με τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, ο σύνδικος συντάσσει έκθεση, η οποία αναφέρει τον πλειοδότη, και η οποία δημοσιοποιείται. Η συνέλευση των πιστωτών εγκρίνει ή απορρίπτει τη συναλλαγή.
Σε περίπτωση που παρέλθουν δεκαοκτώ (18) μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης και δεν εκκρεμεί διαδικασία για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης ή περιουσιακών στοιχείων, η διαδικασία εκποίησης με βάση τα ανωτέρω θεωρείται ότι έχει λήξει και ο σύνδικος προχωρά σε κατ’ ιδίαν εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 162 επ. του Νόμου. (Άρθρα 158-161).

135. Πώς διενεργείται η κατ’ ιδίαν εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη? Κι αν αυτά είναι κινητά μικρής αξίας, δηλαδή κάτω από 50.000 Ευρώ?
Γενικά, η ενιαία εκποίηση ακινήτων και των παραρτημάτων αυτών που αποτελούν οικονομικό σύνολο, πλοίων και αεροσκαφών του οφειλέτη, ανεξαρτήτως αξίας, καθώς και η εκποίηση κινητών ή ομάδων κινητών του οφειλέτη, η αξία καθενός από τα οποία είναι τουλάχιστον ίση με πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, πραγματοποιείται κατά το πρότυπο του άρθρου 1001Α Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Παρέχεται η δυνατότητα στους πιστωτές που έχουν εξασφάλιση της απαίτησης τους με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο, να προχωρήσουν αυτοί στην εκποίηση των βεβαρυμμένων πραγμάτων. Αν όμως αυτοί καθυστερούν και είτε δεν εκκινούν τη διαδικασία εντός εννεάμηνου από την κήρυξη της πτώχευσης, είτε η εκτέλεση καθυστερεί μετά την έναρξή της, αναλαμβάνει να εκποιήσει τα βεβαρυμμένα πράγματα ο σύνδικος, κάτι που δεν βλάπτει τους ενέγγυους πιστωτές, αφού διατηρούν το προνόμιό τους στην κατάταξη. Επίσης προβλέπεται ότι υπάλληλος του

πλειστηριασμού ορίζεται συμβολαιογράφος, κάτι που επιτρέπει τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού με τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια με ηλεκτρονικά μέσα. Ο χρόνος για τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού (30-45 ημέρες) επιτρέπει την επιτάχυνση της ρευστοποίησης του ενεργητικού, ενώ ταυτόχρονα είναι επαρκής για να ενημερωθούν οι υποψήφιοι αγοραστές. Αποκλείεται η άσκηση ανακοπής ή άλλου ένδικου μέσου ή βοηθήματος κατά του προσδιορισμού τιμής πρώτης προσφοράς. Τα κινητά του οφειλέτη αξίας μικρότερης από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εκποιούνται ως μία ή περισσότερες ομάδες πραγμάτων, σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που περιγράφεται αναλυτικά στα άρθρα 162-164 του Νόμου.. (Άρθρα 162, 165)

136. Πώς γίνεται η διανομή του εκπλειστηριάσματος και η κατάταξη των πιστωτών;

Ο σύνδικος συντάσσει πίνακα κατάταξης, τον οποίο υποβάλλει στον εισηγητή, ο οποίος τον κηρύσσει εκτελεστό και τον δημοσιεύει.
Η κατάταξη των πιστωτών γίνεται κατά αναλογική εφαρµογή των άρθρων 975 ως 978 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας µε τις ακόλουθες τροποποιήσεις:

α) αα) Προστίθενται ως πρώτη τάξη των γενικών προνοµίων του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας οι απαιτήσεις από χρηµατοδοτήσεις οποιασδήποτε φύσεως προς την επιχείρηση του οφειλέτη, προκειµένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας και των πληρωµών της, η διάσωσή της και η διατήρηση ή επαύξηση της περιουσίας της, µε βάση τη συµφωνία εξυγίανσης.

αβ) Το ίδιο προνόµιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, µε βάση τη συµφωνία εξυγίανσης, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς τον σκοπό συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης και των πληρωµών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν.

αγ) Το ίδιο προνόµιο έχουν και απαιτήσεις από χρηµατοδότηση κάθε φύσης και παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς την επιχείρηση του οφειλέτη που χορηγούνται για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου και γεννώνται κατά το χρονικό διάστηµα των διαπραγµατεύσεων για την επίτευξη συµφωνίας εξυγίανσης, το οποίο µπορεί να απέχει έως έξι (6) µήνες από την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησης επικύρωσης, ανεξάρτητα από την επικύρωση ή µη της συµφωνίας εξυγίανσης, εφόσον οι σκοποί των χρηµατοδοτήσεων ή των παροχών και η ύπαρξη του προνοµίου προβλέπονται ρητά στη συµφωνία εξυγίανσης ή σε συµβάσεις που καταρτίζονται κατά το ανωτέρω χρονικό διάστηµα.

αδ) Τα προνόµια της περ. α΄ δεν αφορούν σε µετόχους ή εταίρους για τις εισφορές τους σε µετρητά ή σε είδος στο πλαίσιο αύξησης του κεφαλαίου του οφειλέτη.

β) Επί πωλήσεως της επιχείρησης ως συνόλου, αν υπάρχουν ειδικοί προνοµιούχοι πιστωτές επί κατ’ ιδίαν αντικειµένων της περιουσίας του οφειλέτη, κατατάσσονται ειδικά επί του ποσού του µέρους του τιµήµατος που αντιστοιχεί στο µεταβιβασθέν στοιχείο επί του οποίου υπάρχει το ειδικό προνόµιο, του οποίου η αξία υπολογίζεται για την κατάταξή τους.

Αν εκτός από τις απαιτήσεις των ως άνω υποπερ. αα΄ και αγ΄ της περ. α΄ υπάρχουν άλλες απαιτήσεις µε γενικό προνόµιο ή ειδικό προνόµιο ή ανέγγυες απαιτήσεις, η κατάταξη κατ’ άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας χωρεί µετά την ολοσχερή ικανοποίηση των ανωτέρω απαιτήσεων των υποπερ. αα΄ έως αγ΄ της περ. α΄.(άρθρο 167 παρ. 2 )

137. Ποια ποσά προαφαιρούνται από το εκπλειστηρίασμα;

Από το εκπλειστηρίασµα προαφαιρούνται τα ποσά που απαιτούνται για την ικανοποίηση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας και των οµαδικών πιστωµάτων. (άρθρο 167 παρ. 1 και 2)

138. Πώς γίνεται η διανομή στους πιστωτές σε περίπτωση που ο σύνδικος έχει υποβάλει σχέδιο περιοδικών πληρωμών;

Eάν ο σύνδικος έχει υποβάλει σχέδιο περιοδικών πληρωμών, τα ποσά διανέµονται από τον σύνδικο συµµέτρως στους πιστωτές. (άρθρο 167 παρ. 3)

139. Προβλέπεται άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης;

Εντός προθεσµίας δέκα (10) ηµερών από τη δηµοσιοποίηση του πίνακα κατάταξης, ο οφειλέτης και οι αναγγελθέντες πιστωτές, που έχουν αντιρρήσεις ως προς την επαλήθευση, δηλαδή το περιεχόµενο του πίνακα πτωχευτικών πιστωµάτων, και ως προς την κατάταξη, έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Σε περίπτωση που ασκηθούν περισσότερες ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης εισάγονται από κοινού και στο σύνολό τους, εντός είκοσι (20) ηµερών από την δηµοσιοποίηση του πίνακα κατάταξης, ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αµετακλήτως. (άρθρο 168 παρ. 1 και 2)

140. Πώς κατατάσσονται οι ενυπόθηκοι πιστωτές;

Οι ενυπόθηκοι πιστωτές: α) εάν δεν έχουν πλήρως εξοφληθεί από το τίµηµα των ακινήτων, και το προϊόν εκποίησης των ακινήτων διανεμηθεί πριν το προϊόν εκποίησης των κινητών ή και συγχρόνως, συντρέχουν ως προς το οφειλόµενο υπόλοιπο σε κάθε διανοµή µε τους ανέγγυους πιστωτές, µε την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις των προνοµιούχων πιστωτών έχουν επαληθευθεί στα χρέη της πτώχευσης, β) εάν καταταγούν στο τίµηµα των ακινήτων

για µέρος µόνον των απαιτήσεών τους, για το υπόλοιπο κατατάσσονται ως ανέγγυοι µε τους λοιπούς πιστωτές, γ) οι πιστωτές µε ειδικό προνόµιο (συµπεριλαµβανοµένων των ενυπόθηκων πιστωτών) των οποίων οι απαιτήσεις έχουν επαληθευθεί, και πριν τη διανοµή του τιµήµατος των ακινήτων πραγµατοποιηθούν χρηµατικές διανοµές από την εκποίηση των κινητών ή χρηµατικά διαθέσιµα του οφειλέτη, συµµετέχουν στις διανοµές αυτές στο σύνολο των πιστωµάτων τους. Εάν ωστόσο εισπράξουν περισσότερα από την οριστική τους αναλογία, οι ανέγγυοι πιστωτές υποκαθίστανται στη θέση τους για το επιπλέον της οριστικής τους αναλογίας εισπραχθέν ποσόν, ενώ όσοι από τους ενυπόθηκους πιστωτές δεν καταταγούν επωφελώς στο τίµηµα, θεωρούνται ανέγγυοι πιστωτές. (άρθρο 169 )

141. Ποιες είναι οι φορολογικές διευκολύνσεις που προβλέπονται σε περίπτωση ρύθμισης μέρους ή συνόλου των χρεών του οφειλέτη φυσικού ή νομικού προσώπου στο πλαίσιο του παρόντος νόμου;

Σε περίπτωση ρύθμισης μέρους ή συνόλου των χρεών στο πλαίσιο των διαδικασιών του παρόντος νόμου, προβλέπεται μία σειρά φορολογικών διευκολύνσεων, υπό την επιφύλαξη των ρητώς μνομονευόμενων εξαιρέσεων :

α) η ωφέλεια νοµικών και φυσικών προσώπων η οποία προκύπτει από τη διαγραφή ή ρύθµιση µέρους ή του συνόλου των χρεών τους, ως αποτέλεσµα: α. Αναδιάρθρωσης οφειλών στο πλαίσιο του εξωδικαστικού µηχανισµού ρύθµισης οφειλών ή β. συµφωνίας εξυγίανσης ανεξάρτητα από τη συναίνεση του οικείου πιστωτή (προκειμένου για νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα) ή γ. απαλλαγής που προβλέπεται στα άρθρα 192 έως 196, δεν θεωρείται δωρεά και δεν αποτελεί εισόδηµα.

β) το κέρδος από τη µεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη κατ’ εφαρµογή συµφωνίας εξυγίανσης ή της πτωχευτικής εκκαθάρισης του παρόντος νόμου, απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήµατος φυσικών και νοµικών προσώπων.

γ) κάθε σύµβαση που συνάπτεται και κάθε πράξη που ενεργείται στο πλαίσιο της πτωχευτικής εκκαθάρισης του παρόντος νόμου, της εξωδικαστικής ρύθµισης οφειλών ή της συµφωνίας εξυγίανσης ή της άσκησης του δικαιώµατος για την μεταβίβαση της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης του άρθρου 219 του παρόντος νόµου, οι συνεπεία αυτής επιµέρους µεταβιβάσεις, οι µεταγραφές και κάθε άλλη πράξη για την πραγµάτωση τους, απαλλάσσονται αυτοδικαίως από τέλη χαρτοσήµου και κάθε άλλο έµµεσο φόρο ή τέλος (πλην Φ.Π.Α. για τον οποίο εφαρµόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α. και του Φ.Μ.Α.).

δ)κάθε σύµβαση που συνάπτεται και κάθε πράξη που ενεργείται στο πλαίσιο μεταβίβασης περιουσίας και απαιτήσεων επιχείρησης σε εκτέλεση συμφωνίας εξυγίανσης κατά το άρθρο

64, μεταβίβασης του ενεργητικού της πτωχευτικής περιουσίας, κατά το άρθρο 160, ή μεταβίβασης της κύριας κατοικίας των ευάλωτων οφειλετών στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης του άρθρου 219, οι συνεπεία αυτής επιµέρους µεταβιβάσεις, οι µεταγραφές και κάθε άλλη πράξη για την πραγµάτωσή τους, απαλλάσσονται αυτοδικαίως από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωµα του Δηµοσίου ή τρίτων, καθώς και τελών χαρτοσήµου µε εξαίρεση τον Φ.Π.Α. για τον οποίο εφαρµόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φ.Π.Α., χωρίς να απαιτείται και η υποβολή οποιασδήποτε σχετικής δήλωσης στην αρµόδια Δηµόσια Οικονοµική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.).

ε) ο σύνδικος δεν απαιτείται να προσκοµίσει πιστοποιητικά φορολογικής ή ασφαλιστικής ενηµερότητας του οφειλέτη ή οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά για τη λήψη δανείων, πιστοδοτήσεων και χρηµατοδοτήσεων οποιασδήποτε µορφής, ή για οποιαδήποτε συναλλαγή του γενικά µε το Δηµόσιο. Κατ’ εξαίρεση προσκοµίζεται το πιστοποιητικό του άρθρου 54Α του Κ.Φ.Δ., στις περιπτώσεις που αυτό απαιτείται.

στ) σε σύναψη σύµβασης µεταβίβασης, στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, καθώς και συμβολαιογραφικών πράξεων που αφορούν σε δικαιοπραξίες του συνδίκου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και αφορούν τον οφειλέτη, δεν απαιτείται, να µνηµονεύονται ή να προσαρτώνται πιστοποιητικά της φορολογικής διοίκησης οποιασδήποτε µορφής ή χρήσης, ούτε οποιασδήποτε άλλης δηµόσιας υπηρεσίας, οργανισµού ή εταιρείας ή των Ο.Τ.Α. ή πολεοδοµική αρχή, ούτε βεβαιώσεις ή υπεύθυνες δηλώσεις τρίτων προβλεπόµενες σε οποιαδήποτε διάταξη νόµου, με εξαίρεση την αναφορά και προσάρτηση αντιγράφου κτηματολογικού φύλλου και αποσπάσματος κτηµατολογικού διαγράµµατος για τα µεταβιβαζόµενα δικαιώµατα σε ακίνητα περιοχών στις οποίες λειτουργεί κτηµατολόγιο και τοπογραφικού διαγράμματος, όπου απαιτείται κατά την κείµενη νοµοθεσία. (άρθρο 170)

142. Ποιο είναι το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη των πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου ;

Για την κήρυξη πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου εφαρμόζεται απλοποιημένη διαδικασία και αρµόδιο πτωχευτικό δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του, εφόσον δεν ασκεί επιχειρηµατική δραστηριότητα, ή το κέντρο των κυρίων συµφερόντων του. Σε περίπτωση αµφισβήτησης, κύρια κατοικία είναι η αναφερόµενη ως κατοικία του οφειλέτη στην τελευταία προ της κατάθεσης αίτησης πτώχευσης φορολογική δήλωσή του. (άρθρο 172)

143. Πώς υποβάλλεται η αίτηση πτώχευσης μικρού αντικειμένου και πώς ορίζεται ο εισηγητής;

Η αίτηση πτώχευσης µικρού αντικειµένου υποβάλλεται ηλεκτρονικά, µέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, στο οποίο και δηµοσιοποιείται για χρονικό διάστηµα τριάντα (30) ηµερών. Σε περίπτωση που εντός αυτού του χρονικού διαστήµατος δεν υποβληθεί παρέµβαση κατά της αίτησης ή υποβληθεί παρέµβαση που αφορά µόνο τον διορισµό συνδίκου, η αίτηση γίνεται δεκτή µε µόνη τη διαπίστωση παρέλευσης του χρονικού διαστήµατος από το πτωχευτικό δικαστήριο. Με την ίδια απόφαση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο ο εισηγητής. (άρθρο 173 παρ. 1)

144. Απαιτείται η κατάθεση γραμματίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στις αιτήσεις πτώχευσης μικρού αντικειμένου;

Για τις πτωχεύσεις µικρού αντικειµένου, για τις οποίες υποβάλλει αίτηση ο οφειλέτης, επισυνάπτει σε πρωτότυπο, µε ποινή απαραδέκτου αυτής, γραµµάτιο κατάθεσης του Ταµείου Παρακαταθηκών και Δανείων διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για την αντιµετώπιση των πρώτων εξόδων της πτώχευσης, εκτός εάν πιθανολογείται ότι τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της περιουσίας του δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και τα ετήσια εισοδήματά του, πέραν των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, δεν υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Το ποσό αναλαµβάνεται από τον σύνδικο µε άδεια του εισηγητή. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ή παραίτησης από το δικόγραφο, το ποσό επιστρέφεται στον οφειλέτη.(άρθρο 173 παρ. 2)

145. Ποιο πρέπει να είναι το περιεχόμενο της αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου;

Η αίτηση του οφειλέτη συνοδεύεται υποχρεωτικά, µε ποινή απαραδέκτου από τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία υποβάλλονται σε ηλεκτρονικό αντίγραφο, ήτοι:

α. από τις οικονοµικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιµες,

β.σε περίπτωση αίτησης φυσικού ή νοµικού προσώπου που δεν δηµοσιεύει χρηµατοοικονοµικές καταστάσεις, από την τελευταία δήλωση φόρου εισοδήµατος, δήλωση στοιχείων ακινήτων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, κατάσταση οικονοµικών στοιχείων από επιχειρηµατική δραστηριότητα. Επίσης συνοδεύεται από κατάσταση του συνόλου των πιστωτών του και από βεβαίωση της αρµόδιας οικονοµικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δηµόσιο, καθώς και από άλλα έγγραφα που υποστηρίζουν τα παρεχόµενα από τον οφειλέτη στοιχεία.

Η αίτηση περιλαµβάνει συναίνεση πρόσβασης στα στοιχεία και στα συνοδευτικά έγγραφα που βρίσκονται σε βάσεις δεδοµένων του δηµόσιου τοµέα ή των χρηµατοπιστωτικώνιδρυµάτων.(άρθρο 174)

146. Τί ισχύει για τα προληπτικά μέτρα στην περίπτωση υποβολής αίτησης πτώχευσης μικρού αντικειμένου;

H αναστολή της παρ. 1 του άρθρου 86 δεν καταλαµβάνει ενέργειες εκτέλεσης ενέγγυων πιστωτών του οφειλέτη επί περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων έχουν λάβει εµπράγµατη εξασφάλιση.(άρθρο 175)

147. Πότε βρίσκεται ο οφειλέτης σε παύση πληρωμών στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου;

Επί πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου, τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωµών όταν δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσµες υποχρεώσεις του προς το Δηµόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηµατοδοτικά ιδρύµατα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών του ληξιπρόθεσµων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) µηνών, εφόσον η µη εξυπηρετούµενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. H παύση πληρωμών µπορεί να συνίσταται και στην αδυναµία εκπλήρωσης ακόµα και µίας σηµαντικής ληξιπρόθεσµης χρηµατικής οφειλής.(άρθρο 176)

148. Προβλέπεται δικαίωμα άσκησης παρέμβασης από τους πιστωτές και ποιες είναι οι συνέπειες από την άσκηση αυτής;

Οι πιστωτές µπορούν να ασκήσουν ηλεκτρονικά στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας: α) είτε κύρια παρέµβαση με την οποία να ζητούν απόρριψη της αίτησης,
β)είτε πρόσθετη παρέμβαση, με την οποία, παρότι είναι σύµφωνοι µε την αίτηση, να ζητούν τον διορισµό συνδίκου, οπότε σύνδικος διορίζεται ο υποδεικνυόµενος από τον πιστωτή ή, σε περίπτωση περισσότερων της µιας παρεµβάσεων του ιδίου περιεχοµένου, ο υποδεικνυόµενος από τον πιστωτή που έχει την υψηλότερη απαίτηση.

Εφόσον υποβληθούν εµπρόθεσµα κύριες παρεµβάσεις, αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων κατατίθενται σε έντυπη µορφή ή ηλεκτρονικά στο αρµόδιο Ειρηνοδικείο, µε µέριµνα του επιµελέστερου των διαδίκων και αντίγραφο της αίτησης πτώχευσης επιδίδεται εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών με φροντίδα του διαδίκου που επισπεύδει τη διαδικασία, στα λοιπά διάδικα μέρη.(άρθρο 177)

149. Τί προβλέπεται σε περίπτωση που η μη βεβαρυμμένη περιουσία και το εισόδημα του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας;

Εφόσον, πιθανολογείται ότι τα µη βεβαρυµµένα στοιχεία της περιουσίας του οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και τα ετήσια εισοδήµατα του οφειλέτη, πέραν των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, δεν υπερβαίνουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης δεν διορίζεται σύνδικος και ο εισηγητής διατάσσει την καταχώρηση του ονόµατος ή της επωνυµίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Η καταχώρηση αυτή δεν επηρεάζει την εξέλιξη της διαδικασίας εκτέλεσης σε βάρος των βεβαρυµµένων στοιχείων από τους ενέγγυους πιστωτές.(άρθρο 178)

150. Στις πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου προβλέπεται δικαίωμα ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης των πιστωτών;

Ναι, προβλέπεται η άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, επί της οποίας αποφαίνεται ο εισηγητής, ο οποίος, αφού ακούσει τους ενδιαφεροµένους, εκδίδει αιτιολογηµένη διάταξη, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, εντός δέκα (10) ηµερών, ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αµετάκλητα.(άρθρο 181)

151. Προβλέπεται προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να περατωθεί η πτώχευση με την απλοποιημένη διαδικασία;

Eάν μέσα σε ένα έτος από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας, δεν έχει περατωθεί η πτώχευση, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους καθυστέρησης της διαδικασίας και σε περίπτωση που η καθυστέρηση αυτή κριθεί αδικαιολόγητη, τότε ο εισηγητής αποφασίσει την αντικατάσταση του συνδίκου. (άρθρο 188)

152. Πώς περατώνεται η πτώχευση;

Η πτώχευση περατώνεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α.µε την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της και τη διανοµή του προϊόντος των εκποιήσεων στους πιστωτές,

β.µε την παύση των εργασιών της λόγω της έλλειψης ενεργητικού (ήτοι λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας) ή λόγω παρέλευσης του οριζόµενου χρόνου των πέντε ετών από την κήρυξή της ή λόγω της εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τόκους µέχρι την κήρυξη της πτώχευσης.(άρθρο 189 παρ. 1)

153. Μπορεί να αναβιώσει το νομικό πρόσωπο μετά την περάτωση της πτώχευσης;

Nαι, η περάτωση της πτώχευσης λόγω εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών συνιστά λόγο αναβίωσης του νοµικού προσώπου τηρουµένων των διατάξεων του εταιρικού δικαίου. (άρθρο 189 παρ. 2)

153. Πώς και πότε λογοδοτεί ο σύνδικος;

Εντός µηνός από την περάτωση της πτώχευσης, µε οποιονδήποτε από τους προβλεπόµενους τρόπους, ο σύνδικος λογοδοτεί ενώπιον της συνέλευσης των πιστωτών µε τη συµµετοχή και του εισηγητή, o οποίος, συντάσσει αιτιολογηµένη διάταξη επί της λογοδοσίας, η οποία δεν προσβάλλεται µε προσφυγή.(άρθρο 190)

155. Πότε επέρχεται η παύση των εργασιών της πτώχευσης;

Η παύση των εργασιών της πτώχευσης επέρχεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α. με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του οφειλέτη, του πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, εάν οι εργασίες της πτώχευσης δεν µπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρηµάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιµης περιουσίας,

β. αυτοδικαίως μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ’ εξαίρεση και µόνο, εάν µέχρι τη συµπλήρωση της ανωτέρω προθεσµίας των πέντε (5) ετών έχει συνταχθεί πίνακας διανοµής, κατά του οποίου εκκρεµεί ανακοπή, το αρµόδιο πτωχευτικό δικαστήριο, έχει τη δυνατότητα, με απόφασή του, να παρατείνει, περαιτέρω, την πτωχευτική διαδικασία, µέχρι την έκδοση αµετακλήτου αποφάσεως, επί της ανακοπής και την, χωρίς καθυστέρηση, ολοκλήρωση της διανοµής. Ακόµη και αν δεν συντρέχουν οι παραπάνω προυποθέσεις, εφόσον υπάρχει απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών, το δικαστήριο µπορεί να παρατείνει την πτωχευτική διαδικασία άπαξ µέχρι δύο (2) έτη. (άρθρο 191)

156. Πότε επέρχεται απαλλαγή του οφειλέτη φυσικού προσώπου από τις οφειλές του προς τους πτωχευτικούς πιστωτές;

Η πτώχευση συνοδεύεται από την απαλλαγή οφειλών.

Ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι, τριάντα έξι (36)

µήνες από την ηµεροµηνία κήρυξης της πτώχευσης ή την καταχώρησή του στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας (κατ΄άρθρο 77 παρ. 4), εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσµίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννοµο συµφέρον κατά της απαλλαγής του.

Ειδικά για τους οφειλέτες της παρ. 3 του άρθρου 92, των οποίων δηλαδή η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία ή/και άλλα πάγια περιουσιακά στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το 10% των συνολικών τους υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των 100.000 Ευρώ, η απαλλαγή επέρχεται σε ένα έτος, εκτός αν προβληθούν ενστάσεις για δόλια πτώχευση ή απόκρυψη στοιχείων από τους πιστωτές.(άρθρο 192 παρ. 1 και 2)

157. Πότε επέρχεται η απαλλαγή, εάν η προθεσμία των τριών ετών ή του ενός έτους, κατά περίπτωση, λήγει εντός πενταετίας από προηγούμενη απαλλαγή του οφειλέτη;

Σε περίπτωση που η προθεσµία των τριών ετών ή του ενός έτους, κατά περίπτωση, λήγει εντός πενταετίας από προηγούµενη απαλλαγή του οφειλέτη, συµπεριλαµβανοµένης και της απαλλαγής κατά τον ν. 3869/2010 (Α΄ 130), τότε η απαλλαγή επέρχεται στην πέµπτη επέτειο της προηγούµενης απαλλαγής.(άρθρο 192 παρ. 3)

158. Πότε μπορεί ο πτωχός να ξεκινήσει να δραστηριοποιείται επαγγελματικά;

Για να μπορέσει ο πτωχός να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά, πρέπει να έχει απαλλαγεί από τις οφειλές του. Με το νέο νόμο προβλέπεται αυτοδίκαιη απαλλαγή του οφειλέτη με την πάροδο τριών ετών από την κήρυξη της πτώχευσης(με ειδική ρύθμιση για την περίπτωση δεύτερης απαλλαγής εντός πενταετίας, οπότε και η απαλλαγή επέρχεται στο τέλος της πενταετίας).Κατ’ εξαίρεση προβλέπεται ότι οφειλέτες των οποίων η πτώχευση προκάλεσε την απώλεια της κύριας κατοικίας τους ή πάγιου περιουσιακού τους στοιχείου ή στοιχείων που ως αξία ισούνται κατ’ ελάχιστον προς το 10% του συνολικού τους χρέους και το ποσό των 100.000 ευρώ (και δεν αποκτήθηκε τους 12 μήνες που προηγήθηκαν της αίτησης πτώχευσης) απαλλάσσονται την πρώτη επέτειο της κήρυξης πτώχευσης.(Άρθρο 192)

Σε κάθε περίπτωση, ο πτωχός μπορεί να ασκήσει το επάγγελμά του άμεσα μετά την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς δεν ανακαλείται πλέον η επαγγελματική του άδεια ή η άδεια εργασίας του.

159. Η απαλλαγή είναι γενική προς όλους τους πιστωτές; Υπάρχουν οφειλές από τις οποίες δεν απαλλάσσεται ο οφειλέτης;

Ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι.

Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης (σε περίπτωση χρεών προς το Δημόσιο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου). Επίσης, δεν απαλλάσσεται από οφειλές από δόλο ή βαρεία αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου, οφειλές από τα αδικήματα του ν. 4557/2018 (Α’ 139) και οφειλές διατροφής. (Άρθρο 192 & 194)

160. Για ποιους λόγους μπορεί να μην τύχει απαλλαγής ο οφειλέτης;

Ο οφειλέτης μπορεί να μην τύχει απαλλαγής, αν η αδυναμία εκπλήρωσης, την οποία διαπιστώνει η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη ή ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης είτε και κατά τη διάρκειά της, δεν έχει υπάρξει συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ή ότι είτε εκκρεμεί ποινική δίωξη κατά του οφειλέτη για κάποια από τις πράξεις του Ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου του Νόμου… (άρθρα 197επ), όπως χρεοκοπία ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης καταδολίευσης δανειστών, δόλιας χρεοκοπίας, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα ή φοροδιαφυγής που αποτελεί ειδικό ποινικό αδίκημα ή ότι έχει καταδικαστεί για κάποια από αυτές τις πράξεις.
(Άρθρο 193)

161. Ποια είναι η διαδικασία ώστε να εμποδιστεί η απαλλαγή ενός οφειλέτη;

Προκειμένου να μην τύχει της απαλλαγής ένας οφειλέτης που πτώχευσε, απαιτείται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο.

(Άρθρο 193)

162. Υπάρχει δυνατότητα ανατροπής της απαλλαγής;

Σε περίπτωση που, μετά την απαλλαγή οφειλέτη, αποδειχθεί ότι παρέλειψε δολίως ή από βαριά αμέλεια την αποκάλυψη της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το σχέδιο πληρωμών, το πτωχευτικό δικαστήριο εντός τριετίας από την επέλευση της

απαλλαγής, μπορεί μετά από αίτημα πιστωτή να ανακαλέσει την απαλλαγή εν όλω ή εν μέρει ή να θέσει προϋποθέσεις της απαλλαγής, όπως την εξόφληση των οφειλομένων από το σχέδιο πληρωμών.
(Άρθρο 194)

163. Τι ισχύει με την ευθύνη των εκπροσώπων νομικών προσώπων που πτώχευσαν;

Προβλέπεται απαλλαγή των εκπροσώπων νομικών προσώπων που ενήργησαν καλόπιστα για χρέη που προέκυψαν εντός της ύποπτης περιόδου ή στη διάρκεια των 12 μηνών που προηγήθηκαν αυτής. Η απαλλαγή επέρχεται 36 μήνες από την υποβολή της αίτηση πτώχευσης ή εάν συμβεί νωρίτερα την παρέλευση 24 μηνών από την κήρυξή της πτώχευσης ή της καταχώρησης του ονόματος ή επωνυμίας της επιχείρησης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Δεν απαλλάσσονται πλήρως αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις του Ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου του Νόμου… (άρθρα 197επ), όπως χρεοκοπία ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα.
(Άρθρο 195)

164. Στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 50) προβλέπεται αλληλέγγυα ευθύνη των εκπροσώπων νομικών προσώπων. Τι ισχύει τελικά;
Η διάταξη του άρθρου 195 ως ειδική υπερισχύει του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και άλλων διατάξεων που προβλέπουν αλληλέγγυα ευθύνη των εκπροσώπων νομικών προσώπων. Συνεπώς, απαλλάσσονται οι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων που ενήργησαν καλόπιστα για χρέη που προέκυψαν εντός της ύποπτης περιόδου ή στη διάρκεια των 12 μηνών που προηγήθηκαν αυτής.
(Άρθρο 195)

165. Είναι δυνατή η απαλλαγή του οφειλέτη, ακόμη και αν δεν έχει ρευστοποιηθεί η περιουσία του; Ποιες η συνέπειες της απαλλαγής στη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη;
Η απαλλαγή του οφειλέτη είναι ανεξάρτητη από τη ρευστοποίηση της περιουσίας του.
Η απαλλαγή του δεν εμποδίζει τη ρευστοποίηση της περιουσίας τού. Η απαλλαγή του οφειλέτη έχει σκοπό να του δώσει δεύτερη ευκαιρία να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία, δεν θίγει όμως την υπεγγυότητα στους πιστωτές της περιουσίας που κατείχε ο οφειλέτης κατά τον χρόνο της πτώχευσης.

(Άρθρο 196)

166. Σε περίπτωση απαλλαγής του οφειλέτη απαλλάσσονται και οι εγγυητές ή συνοφειλέτες; Τι ισχύει με την ευθύνη τους;
Διευκρινίζεται ότι η απαλλαγή του οφειλέτη δεν ενεργεί υπέρ των εγγυητών και άλλων συνοφειλετών, αφού αυτό θα ήταν αντίθετο στη φύση της εγγύησης, η οποία δίνεται για να καλύψει ακριβώς την πιθανότητα αφερεγγυότητας του πρωτοφειλέτη .
(Άρθρο 196)

167. Πότε θεωρείται ότι υφίσταται το αδίκημα της χρεοκοπίας;

Όταν, κατά την ύποπτη περίοδο, όπως αυτή προσδιορίζεται με την πτωχευτική απόφαση, ο οφειλέτης:
α. εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά του στοιχεία που σε περίπτωση πτώχευσης εμπίπτουν στην πτωχευτική περιουσία ή κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκούσε, ματαιώνει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τρίτων, βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία,
β. καταρτίζει ζημιογόνες ή κερδοσκοπικές ή ριψοκίνδυνες δικαιοπραξίες πάσης φύσεως, ακόμα και επί χρηματοοικονομικών παραγώγων, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ή διαθέτει υπερβολικά ποσά σε παίγνια, στοιχήματα ή σε αντιοικονομικές δαπάνες ή συνάπτει χρέη για τους σκοπούς αυτούς,
γ. προμηθεύεται εμπορεύματα ή αξιόγραφα με πίστωση, τα οποία, ή τα πράγματα που κατασκευάζει με αυτά, διαθέτει ή παραχωρεί σε τιμές ουσιωδώς κάτω της αξίας τους, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης,
δ. παριστά ψευδώς ότι είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων,
ε. παραλείπει την τήρηση υποχρεωτικών εμπορικών βιβλίων ή τα τηρεί κατά τέτοιο τρόπο ή τα μεταβάλλει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του ή δεν υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις ή άλλες δηλώσεις περιουσίας (π.χ. πόθεν έσχες) σύμφωνα με το νόμο,
στ. εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά του βιβλία ή άλλα στοιχεία ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά τον νόμο, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του,

ζ. αντίθετα προς τον νόμο, i) παραλείπει την κατά τον νόμο σύνταξη των ισολογισμών ή της απογραφής ή ii) καταρτίζει ισολογισμούς ή απογραφή κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του, ή
η. ελαττώνει την κατάσταση της περιουσίας του με άλλον τρόπο ή παρασιωπά ή αποκρύπτει τις αληθινές δικαιοπρακτικές του σχέσεις.
(Άρθρο 197)

168. Πως αντιμετωπίζεται τυχόν ευνοϊκή μεταχείριση πιστωτή από τον οφειλέτη που κηρύσσεται σε πτώχευση;
Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, όποιος ενώ βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή ή του παρέχει ασφάλεια, εν γνώσει του ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών.
(Άρθρο 198)

169. Αναγνωρίζεται ποινική ευθύνη συζύγων, συμβίων και συγγενών οφειλετών που κηρύσσονται σε πτώχευση και σε ποιες περιπτώσεις;
Ο σύζυγος, ο συμβίος ή η συμβία, οι κατιόντες ή ανιόντες του οφειλέτη και οι κατά την ίδια τάξη εξ αγχιστείας συγγενείς του που εν γνώσει παρανόμως ιδιοποιούνται, υπεξάγουν ή αποκρύπτουν πτωχευτικά πράγματα, χωρίς συνεννόηση με τον οφειλέτη, τιμωρούνται κατά τις διατάξεις περί κλοπής ή υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα και διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως.
Αν οι πράξεις αυτές τελούνται μετά από συνεννόηση με τον οφειλέτη, εφαρμόζονται ως προς τα πρόσωπα της παρ. 1 οι διατάξεις περί συμμετοχής του Ποινικού Κώδικα.
(Άρθρο 200)

170. Υφίσταται ποινική ευθύνη των συνδίκων; Σε ποιες περιπτώσεις;

Θεσπίζεται η ποινική ευθύνη των συνδίκων για παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας από τον σύνδικο ή από πρόσωπα που έχουν προσληφθεί για τις ανάγκες της πτώχευσης, για ψευδή παράσταση του συνδίκου με την έκθεση απογραφής ή με μεταγενέστερες εκθέσεις, δηλώσεις και υπομνήματά του, προς βλάβη του οφειλέτη ή των πιστωτών καθώς και σε περίπτωση απόκτησης πτωχευτικών πραγμάτων μέσω παρένθετων προσώπων.

(Άρθρο 201)

171. Διατηρείται η ποινική ευθύνη των διαχειριστών κλπ σε περίπτωση που πτωχεύει νομικό πρόσωπο; Πότε τίθεται ζήτημα ποινικής ευθύνης αυτών;

Ποινική ευθύνη έχουν εκείνοι εκ των διαχειριστών, μελών διοίκησης και διευθυντών που τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις.
Ποινική ευθύνη επίσης προβλέπεται και για τους διαχειριστές, μέλη διοίκησης κι διευθυντές νομικών προσώπων που έλαβαν υπερβάλλουσες προκαταβολές, με την προσθήκη ότι οι προκαταβολές μπορεί να προβλέπονται εκτός από το καταστατικό του νομικού προσώπου και στην απόφαση του αρμόδιου εταιρικού οργάνου.
(Άρθρο 202)

172. Τι είναι το Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας;

Μία από τις κρίσιμες καινοτομίες του νέου νόμου είναι η εισαγωγή του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας μέσω του οποίου διενεργείται επικοινωνία των ενδιαφερόμενων μερών αλλά και η διεκπεραίωση διαδικαστικών σταδίων, όπως η υποβολή αιτήσεων, η αναγγελία απαιτήσεων, η ψηφοφορία επί θεμάτων που αφορούν την συνέλευση των πιστωτών, αλλά και η δημοσιοποίηση κάθε σχετικής απόφασης και η παροχή ανακοινώσεων για κάθε διαδικαστική ενέργεια.
Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο διασφαλίζεται η πρόσβαση των πιστωτών στην διαδικασία, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και γενικότερα η δημοσιότητα και διαφάνεια της διαδικασίας.
Αν ληφθεί υπόψη ότι ο εξωδικαστικός μηχανισμός βασίζεται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, προκύπτει ότι σε σημαντικό βαθμό οι διαδικασίες πρόληψης και αντιμετώπισης της οικονομικής αδυναμίας χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά μέσα για την βελτίωση της διαφάνειας, δημοσιότητας και ταχύτητας υλοποίησής τους.
(Άρθρο 213)

173. Σε τι χρησιμεύει η εισαγωγή του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας;

Η εισαγωγή του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας εξυπηρετεί και την συλλογή και επεξεργασία στοιχείων που αφορούν διαδικασίες του νέου νόμου. Όπως υπογραμμίζεται στην Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα, «είναι σημαντικό να συλλέγονται αξιόπιστα και συγκρίσιμα δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών αναδιάρθρωσης, αφερεγγυότητας και απαλλαγής από τα χρέη, προκειμένου να είναι δυνατή η παρακολούθηση της εκτέλεσης και εφαρμογής της σχετικής οδηγίας.

Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συλλέγουν και να συγκεντρώνουν δεδομένα επαρκώς αναλυτικά, ώστε να επιτρέπουν την αξιόπιστη αξιολόγηση του τρόπου πρακτικής λειτουργίας της οδηγίας και θα πρέπει να κοινοποιούν τα δεδομένα αυτά στην Επιτροπή». Επιπλέον, η συγκέντρωση και επεξεργασία των στοιχείων αυτών επιτρέπει την αξιολόγηση της λειτουργίας των διαδικασιών του νέου νόμου, τον εντοπισμό προβλημάτων ή σφαλμάτων και την διαμόρφωση προτάσεων προς τις αρμόδιες υπηρεσίες για την αντιμετώπισή τους.
(Άρθρο 215, Άρθρο 29 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1023 )

174. Ποιοι θεωρούνται ευάλωτοι;

Ως «ευάλωτος οφειλέτης», νοείται ο οφειλέτης, στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά τα εισοδηματικά, περιουσιακά και λοιπά κριτήρια που ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4472/2017 (Α’ 74).
Σύμφωνα με το τελευταίο αυτό άρθρο, ως ισχύει, τα εισοδηματικά, περιουσιακά και λοιπά κριτήρια πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς και είναι τα κάτωθι:

1. Εισοδηματικά κριτήρια

Το συνολικό εισόδημα του νοικοκυριού δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενο κατά 3.500 ευρώ για κάθε μέλος του νοικοκυριού.

Στη μονογονεϊκή οικογένεια ορίζεται επιπλέον προσαύξηση 3.500 ευρώ για το πρώτο ανήλικο μέλος του νοικοκυριού.

Στο νοικοκυριό με απροστάτευτο/α τέκνο/α ορίζεται επιπλέον προσαύξηση 3.500 ευρώ για κάθε απροστάτευτο τέκνο.

Το συνολικό εισόδημα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 21.000 ευρώ ετησίως, ανεξαρτήτως της σύνθεσης του νοικοκυριού.

Παρατίθενται, ενδεικτικά, οι ακόλουθες περιπτώσεις:
Σύνθεση Νοικοκυριού Συνολικό Εισόδημα
Μονοπρόσωπο νοικοκυριό 7.000 €
Νοικοκυριό αποτελούμενο από δύο μέλη 10.500 €
Νοικοκυριό αποτελούμενο από τρία μέλη ή
μονογονεϊκή οικογένεια με ένα ανήλικο μέλος 14.000 €

Νοικοκυριό αποτελούμενο από τέσσερα ή

μονογονεϊκή οικογένεια με δύο ανήλικα μέλη 17.500 € Νοικοκυριό αποτελούμενο από πέντε μέλη και πάνω

ή μονογονεϊκή οικογένεια με τρία ανήλικα μέλη και πάνω 21.000 €

2. Περιουσιακά κριτήρια α. Ακίνητη περιουσία:
Η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του νοικοκυριού στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, όπως αυτή προσδιορίζεται για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. με τις διατάξεις του ν. 4223/2013 (Α` 287) και προκύπτει από την τελευταία εκδοθείσα πράξη προσδιορισμού φόρου, δεν μπορεί να υπερβαίνει στο σύνολο της το ποσό των 120.000 ευρώ για το μονοπρόσωπο νοικοκυριό, προσαυξανόμενη κατά 15.000 ευρώ για κάθε πρόσθετο μέλος και έως του ποσού των
180.000 ευρώ. β. Κινητή περιουσία:
Το συνολικό ύψος των καταθέσεων του νοικοκυριού ή/και η τρέχουσα αξία μετοχών, ομολόγων κτλ, όπως προκύπτουν από την τελευταία εκκαθαρισμένη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια του κατωτέρω πίνακα για κάθε τύπο νοικοκυριού, μέχρι και το ποσό των 21.000 ευρώ.

Συγκεκριμένα:
Σύνθεση Νοικοκυριού Όρια καταθέσεων/ μετοχών,
ομολόγων κτλ.
Μονοπρόσωπο νοικοκυριό 7.000 €
Νοικοκυριό αποτελούμενο από δύο μέλη 10.500 €
Νοικοκυριό αποτελούμενο από τρία μέλη 14.000 €
Νοικοκυριό αποτελούμενο από τέσσερα μέλη 17.500 €
Νοικοκυριό αποτελούμενο από 5 μέλη και πάνω 21.000 €

γ. Περιουσιακό τεκμήριο:

Το συνολικό ποσό από τόκους καταθέσεων των μελών του νοικοκυριού σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας ή του εξωτερικού, όπως έχουν δηλωθεί στην τελευταία εκκαθαρισμένη δήλωση φορολογίας εισοδήματος (Ε1), δεν μπορεί να υπερβαίνει ετησίως το ποσό που προκύπτει από τον κατωτέρω μαθηματικό τύπο:

Ετήσιος τόκος = όριο καταθέσεων για κάθε τύπο νοικοκυριού * μέσο ετήσιο καταθετικό επιτόκιο /100

Ως έτος υπολογισμού του μέσου καταθετικού επιτοκίου ορίζεται εκείνο στο οποίο αντιστοιχεί η τελευταία εκκαθαρισμένη δήλωση φορολογίας εισοδήματος.
(Άρθρο 217)

175. Τι είναι ο Φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης;

«φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης», είναι ο φορέας ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση απόκτησης κύριας κατοικίας ευάλωτου οφειλέτη, τη μίσθωσή του σε αυτόν, και τη μεταβίβασή του σε αυτόν, σε κάθε περίπτωση υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.(Άρθρο 217)

176. Ποιες αρμοδιότητες έχει ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης;

Ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης αναλαμβάνει την υποχρέωση απόκτησης κύριας κατοικίας ευάλωτου οφειλέτη, τη μίσθωσή του σε αυτόν, και τη μεταβίβασή του σε αυτόν, κατά τα προβλεπόμενα στο Νόμο. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες αυτές παραχωρούνται από το Ελληνικό Δημόσιο.
Για την επιλογή φορέα/νομικού προσώπου για την εκπλήρωση των ανωτέρω καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, τα βασικά κριτήρια είναι το ύψος της ανάληψης κινδύνου από πλευράς του Δημοσίου, ο τρόπος υπολογισμού του τιμήματος επαναγοράς της κύριας κατοικίας κατά τη λήξη της μίσθωσης και η αξιοπιστία, η ειδική τεχνογνωσία και η εμπειρία του υποψηφίου. (άρθρο 218)

177. Πότε μπορεί να υποβάλει κάποιος αίτημα μεταβίβασης ή μίσθωσης της κύριας κατοικίας του σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης;
Σε περίπτωση που ευάλωτος οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση, ή σε περίπτωση που σε βάρος της κύριας κατοικίας του ευάλωτου οφειλέτη επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, ο ευάλωτος οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτημα μεταβίβασης ή μίσθωσης της κύριας κατοικίας του σε φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης. Αιτήσεις δεν γίνονται δεκτές εφόσον απέχουν περισσότερο από εξήντα
(60) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία του κατασχετηρίου εγγράφου ή της δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει τον ευάλωτο οφειλέτη σε πτώχευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Ο φορέας επιβεβαιώνει τους τίτλους ιδιοκτησίας του δικαιούχου ως προϋπόθεση της αιτούμενης μεταβίβασης. (άρθρο 219 παρ. 1, 4)

178. Τι γίνεται σε περίπτωση που ο οφειλέτης διαθέτει ιδανικό μερίδιο στην κύρια κατοικία του;
Σε περίπτωση που η κύρια κατοικία ανήκει στον ευάλωτο οφειλέτη μόνο ως προς ιδανικό μερίδιο ή αν ο ευάλωτος είναι ψιλός κύριος ή επικαρπωτής, η άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών.Ειδικότερα, ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ευάλωτου, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι οι λοιποί συγκύριοι ή, κατά περίπτωση, ο ψιλός κύριος ή επικαρπωτής αποδέχονται τη μίσθωση του ακινήτου από τον ευάλωτο, υπό τους όρους που καθορίζει ο φορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης, και παραιτούνται ρητά από οποιοδήποτε δικαίωμα

επί του μισθώματος ή από τη δυνατότητα να προσβάλλουν τη μίσθωση για οποιοδήποτε λόγο μέχρι την συμβατική λήξη της. Η αποδοχή δεσμεύει και τους διαδόχους τους ανεξαρτήτως αιτίας. (άρθρο 219 παρ. 2, 3)

179. Πώς υπολογίζεται το τίμημα μεταβίβασης του ιδιοκτησιακού δικαιώματος του οφειλέτη επί της πρώτης κατοικίας του στο φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης;
Το τίμημα μεταβίβασης ισούται προς την εμπορική αξία του ιδιοκτησιακού δικαιώματος του οφειλέτη επί της πρώτης κατοικίας σύμφωνα με την εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή. Τα έξοδα της εκτίμησης βαρύνουν τον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, ο οποίος τον διορίζει. Σε περίπτωση που το αίτημα υποβάλλεται λόγω κατάσχεσης και η τιμή πρώτης προσφοράς είναι μεγαλύτερη από την τιμή εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή σε ποσοστό ανώτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%), το τίμημα μεταβίβασης καθορίζεται ως το χαμηλότερο της τιμής πρώτης προσφοράς ή της τιμής εκτίμησης άλλου πιστοποιημένου εκτιμητή που διορίζει ο επισπεύδων πιστωτής. (άρθρο 219 παρ. 5)

180. Πώς αποκτά ιδιοκτησιακο δικαίωμα στην κύρια κατοικία ο φοορέας απόκτησης και επαναμίσθωσης;
Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου επί της κύριας κατοικίας του, αφότου καταβάλλει το τίμημα μεταβίβασης στον υπάλληλο πλειστηριασμού, πέντε (5) το αργότερο εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία του πλειστηριασμού, ή στον σύνδικο, έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του εξαμήνου που ακολουθεί την δημοσίευση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευσή του. Η καταβολή του τιμήματος συνεπάγεται τη μεταβίβαση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης και τη ματαίωση του πλειστηριασμού, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο φορέας αποκτά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα του δικαιούχου ελεύθερο από κάθε βάρος ή διεκδίκηση τρίτου. (άρθρο 219 παρ. 6)

181. Πόσα χρόνια διαρκεί η μίσθωση;

Η διάρκεια της μίσθωσης ορίζεται σε δώδεκα (12) έτη. (άρθρο 220 παρ. 1)

182. Πώς υπολογίζεται το μίσθωμα (ενοίκιο) και πώς αναπροσαρμόζεται;

Το μίσθωμα ορίζεται με βάση απόδοση που αντιστοιχεί προς το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τον τελευταίο μήνα, για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η αναθεώρηση του μισθώματος γίνεται ετησίως στην επέτειο της κατάρτισης της μίσθωσης. (άρθρο 220 παρ. 2)

183. Το δικαίωμα του οφειλέτη στη μίσθωση μπορεί να μεταβιβασθεί σε τρίτο πρόσωπο;

Το δικαιώματα του οφειλέτη από την μίσθωση καθώς και το δικαίωμα επαναγοράς της κατοικίας δεν μεταβιβάζονται, εκτός από την περίπτωση καθολικής διαδοχής του (λ.χ. λόγω κληρονομίας). (άρθρο 220 παρ. 3)

184. Πότε η μίσθωση λύεται (καταγγέλεται) σε βάρος του μισθωτή;

Η μίσθωση καταγγέλλεται εφόσον ο μισθωτής καθυστερήσει να καταβάλει τρία (3) μισθώματα και η ασυνέπεια αυτή δεν θεραπευθεί ως προς το σύνολό της εντός μηνός από τη σχετική ειδοποίηση του μισθωτή. Η καταγγελία επέρχεται αυτοδικαίως με την άκαρπη παρέλευση της συγκεκριμένης προθεσμίας.
Η μίσθωση καταγγέλλεται επίσης σε περίπτωση που κριθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο ότι ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από τις οφειλές του. Στην περίπτωση αυτή, η καταγγελία επέρχεται αυτοδικαίως με την παρέλευση ενός μήνα από την τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου. (άρθρο 221 παρ. 1, 2)

185. Ποια αποτελέσματα επιφέρει η καταγγελία της μίσθωσης;

Σε περίπτωση καταγγελίας ο οφειλέτης υποχρεούται σε απόδοση του μισθίου (κατοικίας). Η καταγγελία της μίσθωσης προκαλεί αυτόματα την κατάργηση του δικαιώματος επαναγοράς της κατοικίας. (άρθρο 221 παρ. 3, 4)

186. Τι γίνεται όταν ο ο οφειλέτης καταβάλλει το σύνολο των μισθωμάτων για τη διάρκεια της μίσθωσης;
Όταν ο οφειλέτης καταβάλλει το σύνολο των μισθωμάτων για τη διάρκεια της μίσθωσης, μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς και να αποκτήσει έναντι τιμήματος επαναγοράς την κυριότητα της κύριας κατοικίας του, η οποία είχε μεταβιβαστεί στον φορέα. (άρθρο 222 παρ. 1)

187. Μπορεί ο οφειλέτης να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς πριν τη λήξη της συμφωνημένης διάρκειας της μίσθωσης;
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης θέλει να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς πριν τη λήξη της μίσθωσης, τότε ο οφειλέτης πρέπει να καταβάλει στον φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης την τρέχουσα αξία των μισθωμάτων που οφείλονται μέχρι τη λήξη της μισθωτικής περιόδου, επιπλέον του τιμήματος επαναγοράς. (άρθρο 222 παρ. 2)

188. Τί ισχύει στην περίπτωση που ο οφειλέτης που μισθώνει την κύρια κατοικία του δικαιούται στεγαστικό επίδομα; Σε ποιόν καταβάλλεται το στεγαστικό επίδομα; Ποιες άλλες υποχρεώσεις έχει ο οφειλέτης;

Σε περίπτωση που ο ευάλωτος οφειλέτης καταρτίσει μίσθωση επί της κύριας κατοικίας του και δικαιούται στεγαστικού επιδόματος, αυτό καταβάλλεται στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης σε μερική εξόφληση του μισθώματος.

Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και οικογενειακά εισοδήματα του. Η δόλια ή με βαριά αμέλεια παράβαση της υποχρέωσης αυτής, συνεπάγεται την ανατροπή των δικαιοπραξιών στις οποίες προέβη ο οφειλέτης επικαλούμενος τα ανακριβή ως άνω στοιχεία και την υποχρέωσή του να αποδώσει κάθε σχετικό ωφέλημα σε αυτόν από τον οποίο το απέκτησε.

Καθόσον χρόνο οφειλέτης λαμβάνει επίδομα στέγασης, παραιτείται έναντι του Δημοσίου του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου για τη διαπίστωση ότι οι προϋποθέσεις παροχής του επιδόματος συνεχίζουν να ισχύουν. Σε αντίθετη περίπτωση, η αρμόδια υπηρεσία του Δημοσίου θέτει προθεσμία για την διακοπή παροχής του.

(άρθρο 223, άρθρο 224)

189. Ποιος ασκεί τις αρμοδιότητες του συνδίκου και του ειδικού εντολοδόχου;

Οι αρμοδιότητες του συνδίκου και του ειδικού εντολοδόχου ασκούνται από διαχειριστή αφερεγγυότητας. Το λειτούργημα του ειδικού διαχειριστή δεν συνιστά ελεγκτική εργασία ή υπηρεσία που προϋποθέτει την εγγραφή σε δικηγορικό σύλλογο. (άρθρο 228)

190. Ποιος εποπτεύει την Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας;

Η «Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας» λειτουργεί στο Υπουργείο Οικονομικών υπό την εποπτεία της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. (άρθρο 229 παρ.1)

191. Ποια η αρμοδιότητα της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας;

Στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας υπάγονται η χορήγηση της άδειας διαχείρισης αφερεγγυότητας, η ανανέωση και η ανάκλησή της, η μέριμνα για την τήρηση του μητρώου των πιστοποιημένων προσώπων, καθώς και η μέριμνα για την τήρηση του μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας. Στην αρμοδιότητα της Επιτροπής υπάγεται,

επίσης, και ο έλεγχος της τήρησης των νόμιμων υποχρεώσεών των πιστοποιημένων προσώπων και των διαχειριστών, καθώς και η θέσπιση προδιαγραφών υποχρεωτικής ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης. (άρθρο 229 παρ.2)

192. Ποια τα μέλη της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας;

Η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας συγκροτείται από τον Πρόεδρο και κατ’ ελάχιστον από τέσσερα (4) μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους με τριετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μέχρι δύο φορές. Οι αναπληρωτές του Προέδρου και των μελών μετέχουν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής μόνο σε περίπτωση προσωρινής απουσίας ή κωλύματος του αντιστοίχου τακτικού. Η θητεία του κάθε αναπληρωτή είναι ίση με τη θητεία του αντίστοιχου τακτικού. (άρθρο 229 παρ.3)

193. Ποιος μπορεί να διορισθεί Διαχειριστής αφερεγγυότητας;

Διαχειριστής αφερεγγυότητας μπορεί να διορισθεί:
• α. φυσικό πρόσωπο υπό την προϋπόθεση ότι κατέχει ισχύουσα πιστοποίηση, ατομικά ή ως κοινοπραξία πιστοποιημένων προσώπων, ή
• β. δικηγορική εταιρία ή ελεγκτική εταιρία ή συμβουλευτική εταιρία, εφόσον σε κάθε περίπτωση απασχολεί τουλάχιστον ένα πιστοποιημένο πρόσωπο με οποιαδήποτε σχέση απασχόλησης.

(άρθρο 230 παρ.1)

194. Ποια η διαφορά μεταξύ της βαθμίδας Α’ και Β’ του μητρώου διαχειριστικών αφερεγγυότητας;

Τα πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις της προηγούμενης ερώτησης εγγράφονται στη βαθμίδα Β΄ του μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας. Για την απευθείας εγγραφή στη βαθμίδα Α΄ του μητρώου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο ή κοινοπραξία φυσικών προσώπων, απαιτείται αφενός η άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου ή του ορκωτού ελεγκτή ή του λογιστή φοροτεχνικού με δικαίωμα υπογραφής Α΄ τάξεως, σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις για δέκα (10) τουλάχιστον έτη και, αφετέρου, η αποδεδειγμένη άσκηση καθηκόντων συνδίκου ή εκκαθαριστή ή ειδικού εντολοδόχου σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις αφερεγγυότητας, η απασχόληση με οιαδήποτε σχέση είτε μέσω σύμβασης εξηρτημένης εργασίας είτε μέσω ανεξαρτήτων υπηρεσιών, είτε σύμβασης έργου σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις αφερεγγυότητας ή, εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, η απασχόληση ενός τουλάχιστον προσώπου που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ένταξης στη βαθμίδα Α΄ για τα φυσικά πρόσωπα. (άρθρο 230 παρ.2)

195. Ο Κώδικας Δικηγόρων (ν.4194/2013) επιτρέπει την άσκηση καθηκόντων διαχειριστή αφερεγγυότητας;

Η περ. α΄ του άρθρου 8 του ν. 4194/2013 (Α΄ 208) (που αναφέρεται στα έργα που επιτρέπονται στο δικηγόρο), ισχύει και για δικηγόρο που κατέχει την πιστοποίηση διαχειριστή αφερεγγυότητας και απασχολείται σε ελεγκτική εταιρία ή συμβουλευτική εταιρία με αντικείμενο την ανάληψη καθηκόντων διαχειριστή αφερεγγυότητας, του οποίου το έργο δεν είναι ασυμβίβαστο, ούτε αναστέλλει την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, λογίζεται δε ως άσκηση αυτού. Για τις ανάγκες του άρθρου 49 του ν. 4194/2013 (Α΄ 208), που αναφέρεται στην ίδρυση δικηγορικής εταιρείας και στο γεγονός ότι η δικηγορική εταιρεία πρέπει να έχει αποκλειστικό σκοπό την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, η απασχόληση ως διαχειριστής αφερεγγυότητας νοείται ως δικηγορική υπηρεσία. Για την παροχή υπηρεσιών διαχειριστή αφερεγγυότητας, δικηγορική εταιρία δύναται να απασχολεί και πιστοποιημένα πρόσωπα μη δικηγόρους. (άρθρο 230 παρ.3)

196. Πώς παρέχεται η πιστοποίηση;

Η πιστοποίηση χορηγείται με απόφαση της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, εντός προθεσμίας μηνός από την κοινοποίηση σε αυτήν των πινάκων επιτυχόντων και αποτυχόντων του άρθρου 233 του νόμου(βλ. κατωτέρω ερώτηση 336). (άρθρο 231 παρ.1)

197. Ποιες οι προϋποθέσεις συμμετοχής στις εξετάσεις;

Προϋπόθεση συμμετοχής στις εξετάσεις είναι η επί πενταετία τουλάχιστον άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ή αυτού του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή λογιστή φοροτεχνικού Α΄ τάξεως ή έτερου οικονομικού επαγγέλματος για διάστημα δέκα (10) ετών. (άρθρο 231 παρ.2)

198. Σε ποιες περιπτώσεις απαγορεύεται η χορήγηση πιστοποίησης;

Απαγορεύεται η χορήγηση πιστοποίησης σε πρόσωπο που:
• α. είναι διοικητικός υπάλληλος του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή υπάλληλος των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης οιουδήποτε βαθμού,
• β. έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για οποιοδήποτε κακούργημα ή για τα πλημμελήματα κατά της ιδιοκτησίας, των περιουσιακών δικαιωμάτων, της παραβίασης απορρήτων, σχετικά με την υπηρεσία, την απονομή της δικαιοσύνης, περί τα υπομνήματα και το νόμισμα, καθώς και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, της φοροδιαφυγής, των άρθρων 29 και 30 του ν. 3340/2005 (Α΄ 112) ή του άρθρου 39 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139) ή τοκογλυφίας του άρθρου

404 του ν. 4619/2019 (Α΄ 95),
• γ. έχει στερηθεί των πολιτικών δικαιωμάτων του ή του έχει επιβληθεί ποινή αποστέρησης θέσης ή αξιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 60 του Ποινικού Κώδικα, ή
• δ. έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική, σύμφωνα με το άρθρο 1676 του Αστικού Κώδικα. (άρθρο 231 παρ.3)

199. Πώς ανανεώνεται η πιστοποίηση;

Η χορηγούμενη σύμφωνα με το παρόν πιστοποίηση ανανεώνεται κάθε τέσσερα (4) χρόνια. Για την ανανέωση, η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας λαμβάνει υπόψη την εμπλοκή του πιστοποιημένου προσώπου σε πράξεις ή παραλήψεις που διώκονται πειθαρχικά στο πρόσωπο του διαχειριστή αφερεγγυότητας. (άρθρο 231 παρ.4)

200. Υπάρχουν περιπτώσεις που δεν ανανεώνεται η πιστοποίηση;

Η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας δεν ανανεώνει την πιστοποίηση σε περιπτώσεις που το πιστοποιημένο πρόσωπο ευθύνεται προσωπικά για πράξεις ή παραλήψεις που μαρτυρούν έλλειψη συνείδησης των βασικών υποχρεώσεων του διαχειριστή αφερεγγυότητας. (άρθρο 231 παρ.4)

201. Ποια στοιχεία λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας;

Για την ανανέωση της πιστοποίησης η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας λαμβάνει επίσης υπόψη τη συμμετοχή του πιστοποιημένου προσώπου σε πτωχευτικές διαδικασίες και ανανεώνει την πιστοποίηση σε πρόσωπα που δεν είχαν συμμετοχή μόνο σε ειδικές συνθήκες και εφόσον αιτιολογείται η έλλειψη δραστηριοποίησης για λόγους εκτός του ελέγχου του πιστοποιημένου προσώπου. (άρθρο 231 παρ.4)

202. Κάθε πότε γίνονται οι εξετάσεις;

Οι εξετάσεις για την απόκτηση της πιστοποίησης είναι πανελλήνιες και διενεργούνται εντός του τρίτου τριμήνου εκάστου κατά το δυνατόν έτους, μετά από προκήρυξη της αρμόδιας αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τουλάχιστον σαράντα (40) ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής τους και αναρτάται στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών. (άρθρο 232 παρ.1)

203. Σε ποια αντικείμενα εξετάζονται οι υποψήφιοι;

Τα γνωστικά αντικείμενα στα οποία εξετάζονται οι υποψήφιοι είναι αστικό δίκαιο, εμπορικό δίκαιο, γενικές αρχές λογιστικής και φορολογίας επιχειρήσεων, καθώς και βέλτιστες πρακτικές διαχείρισης αφερεγγυότητας. (άρθρο 232 παρ.2)

204. Πώς συμμετέχει ο υποψήφιος στις εξετάσεις;

Για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις, οι υποψήφιοι υποβάλλουν αίτηση ενώπιον της επιτροπής εξετάσεων, η οποία συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που ορίζονται στο νόμο (βλ. κατωτέρω ερώτηση 233)που αποδεικνύουν την πλήρωση ορισμένων προϋποθέσεων του άρθρου 231 (βλ. ανωτέρω ερωτήσεις 321-326). (άρθρο 232 παρ.3)

205. Πότε αποκλείεται η συμμετοχή στις εξετάσεις;

Εάν διαπιστωθεί ότι ο υποψήφιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 231του νόμου(βλ. ανωτέρω ερωτήσεις 321-326), αποκλείεται η συμμετοχή του στις εξετάσεις με απόφαση της επιτροπής εξετάσεων, η οποία κοινοποιείται στον υποψήφιο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών. (άρθρο 232 παρ.3)

206. Επιτρέπεται ένσταση κατά της απόφασης αποκλεισμού από τις εξετάσεις;

Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η υποβολή ένστασης εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την κοινοποίησή της. Επί της ένστασης αυτής αποφαίνεται η αρμόδια αρχή με απόφασή της, η οποία εκδίδεται και κοινοποιείται στον υποψήφιο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την υποβολή της. Ο υποψήφιος μπορεί, για οποιονδήποτε λόγο, με αίτησή του να ζητήσει από την αρμόδια αρχή, που εξέδωσε την απόφαση, την ανάκληση ή τροποποίησή της, σύμφωνα με τα άρθρα 24 επ. του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. (άρθρο 232 παρ.3)

207. Πώς γίνεται η βαθμολόγηση των γραπτών εξετάσεων;

Οι εξετάσεις αποσκοπούν στη διαπίστωση της κατοχής υψηλού επιπέδου θεωρητικών γνώσεων σε θέματα που άπτονται της διαδικασίας αφερεγγυότητας και της δυνατότητας ορθής πρακτικής εφαρμογής τους. Η βαθμολόγηση των γραπτών γίνεται σε κλίμακα δέκα
(10) βαθμών, με άριστα το δέκα (10) και με βάση το πέντε (5). (άρθρο 232 παρ.4)

208. Ποια είναι τα δικαιολογητικά για τη συμμετοχή στις εξετάσεις;

Η αίτηση συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά συμμετοχής στις εξετάσεις:

• φωτοτυπία ταυτότητας,
• φωτοτυπία των τίτλων σπουδών,
• πιστοποιητικό ποινικού μητρώου γενικής χρήσης,
• αποδεικτικό φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος και, όπου απαιτείται,
• βεβαίωση από τη γραμματεία πτωχεύσεων περί 166 άσκησης καθηκόντων συνδίκου ή εκκαθαριστή.
• Το παράβολο συμμετοχής στις εξετάσεις ορίζεται στο ποσό των εκατό (100) ευρώ. Το ύψος του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, μετά από εισήγηση του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
(άρθρο 232 παρ.5)

209. Πόσα είναι τα μέλη της επιτροπής εξετάσεων;

Η επιτροπή εξετάσεων, που συστήνεται, αποτελείται από τον πρόεδρο και τέσσερα (4) κατ’ ελάχιστον μέλη. (άρθρο 233 παρ.1)

210. Πού δημοσιεύονται οι αποφάσεις της επιτροπής;

Οι αποφάσεις της επιτροπής εξετάσεων δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών. (άρθρο 233 παρ.2)

211. Ποιο το έργο της επιτροπής των εξετάσεων;

Η επιτροπή εξετάσεων επιλέγει τα θέματα, διεξάγει τις εξετάσεις, βαθμολογεί τους υποψηφίους και συντάσσει πίνακα επιτυχόντων και αποτυχόντων, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία διεξαγωγής των εξετάσεων, τον οποίο δημοσιεύει στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Οικονομικών. (άρθρο 233 παρ.3)

212. Τι είναι το μητρώο πιστοποιημένων προσώπων;

Είναι το δημόσιο μητρώο που τηρείται από την αρμόδια αρχή και στο οποίο εγγράφονται τα πρόσωπα που έχουν λάβει πιστοποίηση διαχείρισης αφερεγγυότητας. (άρθρο 234 παρ.1)

213. Πού τηρείται το μητρώο πιστοποιημένων προσώπων;

Το μητρώο πιστοποιημένων προσώπων τηρείται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Σε κάθε πιστοποιημένο πρόσωπο αντιστοιχεί ένας ατομικός αριθμός μητρώου. (άρθρο 234 παρ.2).

214. Τι περιλαμβάνει το μητρώο πιστοποιημένων προσώπων;

Για κάθε πιστοποιημένο πρόσωπο το μητρώο περιλαμβάνει τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:
α) το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ηλεκτρονική διεύθυνση, τα στοιχεία επικοινωνίας και τον αριθμό μητρώου διαχειριστή, που είναι φυσικό πρόσωπο ή την επωνυμία, τη διεύθυνση, την ηλεκτρονική διεύθυνση της εταιρείας στην οποία απασχολείται ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ή με την οποία συνδέεται ως μέτοχος ή εταίρος ή μέλος διοίκησης ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο,
β) το βιογραφικό σημείωμα του πιστοποιημένου προσώπου,
γ) τον διορισμό του ως διαχειριστή αφερεγγυότητας μέσω άλλου διαχειριστή αφερεγγυότητας σε οιαδήποτε διαδικασία του παρόντος νόμου, του ν. 4307/2014 (Α΄ 246), του ν. 3869/2010 (Α΄ 130) ή της αναγκαστικής διαχείρισης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
δ) τη συμμετοχή του σε πρόγραμμα διαρκούς επιμόρφωσης,
ε) τις κυρώσεις που του έχουν επιβληθεί για πειθαρχικές παραβάσεις, και
στ) κάθε άλλη πληροφορία, η οποία καταχωρίζεται στο μητρώο, σύμφωνα με το παρόν. (άρθρο 234 παρ.3).

215. Τι απαιτείται για την ανανέωση της πιστοποίησης;

Για την ανανέωση της πιστοποίησής του, το πιστοποιημένο πρόσωπο είναι υποχρεωμένος να συμμετέχει σε προγράμματα διαρκούς επιμόρφωσης, που διοργανώνονται από πιστοποιημένους φορείς επιμόρφωσης. (άρθρο 235).

216. Ποιοι εγγράφονται στο Μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας;

Το μητρώο τηρείται υπό τη μορφή ηλεκτρονικού αρχείου, προσβάσιμου στο κοινό, το οποίο περιλαμβάνει δύο βαθμίδες, τη βαθμίδα Α’ και τη βαθμίδα Β’.
α) Στη βαθμίδα Α’ εγγράφονται:

αα) όσοι πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

– αφενός άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου ή του ορκωτού ελεγκτή ή του λογιστή φοροτεχνικού με δικαίωμα υπογραφής Α’ τάξεως, σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις για δέκα (10) τουλάχιστον έτη και,

– αφετέρου, αποδεδειγμένη άσκηση καθηκόντων συνδίκου ή εκκαθαριστή ή ειδικού εντολοδόχου σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις αφερεγγυότητας, η απασχόληση με οιαδήποτε σχέση, είτε μέσω σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, είτε μέσω ανεξαρτήτων υπηρεσιών, είτε σύμβασης έργου σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις αφερεγγυότητας ή
– εφόσον πρόκειται για νομικό πρόσωπο, απασχόληση ενός τουλάχιστον προσώπου που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ένταξης στη βαθμίδα Α’ για τα φυσικά πρόσωπα,
αβ) οι εγγεγραμμένοι στη βαθμίδα Β’, οι οποίοι αποδεικνύουν ευδόκιμη επαγγελματική πείρα σε θέματα αφερεγγυότητας διάρκειας πέντε (5) ετών και
αγ) στην περίπτωση νομικού προσώπου, εφόσον απασχολεί ένα τουλάχιστον πιστοποιημένο πρόσωπο που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ένταξης στην βαθμίδα Α’ για τα φυσικά πρόσωπα. Οι διαχειριστές αφερεγγυότητας, φυσικά πρόσωπα, που απασχολούνται από νομικά πρόσωπα με οιασδήποτε μορφής σχέση και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η απασχόλησή τους από αυτά, δεν μπορούν να διορισθούν αυτοτελώς σε διαδικασίες αφερεγγυότητας και εγγράφονται αποκλειστικά στο μητρώο Πιστοποιημένων Προσώπων.
β) Στη βαθμίδα Β’ εγγράφονται όσοι πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

– φυσικό πρόσωπο υπό την προϋπόθεση ότι κατέχει ισχύουσα πιστοποίηση, ατομικά ή ως κοινοπραξία πιστοποιημένων προσώπων, ή
– δικηγορική εταιρία ή ελεγκτική εταιρία ή συμβουλευτική εταιρία, εφόσον σε κάθε περίπτωση απασχολεί τουλάχιστον ένα πιστοποιημένο πρόσωπο με οποιαδήποτε σχέση απασχόλησης. (άρθρο 236 παρ. 1 και 2).

217. Πού διορίζονται οι εγγεγραμμένοι στην βαθμίδα Α’ και στη βαθμίδα Β’;

Οι εγγεγραμμένοι στη βαθμίδα Β’ διορίζονται σε διαδικασίες μικρού αντικειμένου, ενώ οι εγγεγραμμένοι στη βαθμίδα Α’ διορίζονται σε όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται νέο νόμο για ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας. (άρθρο 236 παρ. 3 και 4).

218. Ποιες πληροφορίες περιέχει το μητρώο;

Σε κάθε διαχειριστή αφερεγγυότητας αντιστοιχεί ένας ατομικός αριθμός μητρώου.

Για κάθε διαχειριστή αφερεγγυότητας το μητρώο περιέχει τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:
α) το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση, την ηλεκτρονική διεύθυνση, τα στοιχεία επικοινωνίας και τον αριθμό μητρώου διαχειριστή, όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο ή την επωνυμία, τη διεύθυνση, την ηλεκτρονική διεύθυνση διαχειριστή, όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο,

β) το βιογραφικό σημείωμα του πιστοποιημένου προσώπου που είναι εγγεγραμμένο ως διαχειριστής αφερεγγυότητας ή του πιστοποιημένου προσώπου ή των πιστοποιημένων προσώπων που απασχολεί,
γ) στην περίπτωση των διαχειριστών αφερεγγυότητας νομικών προσώπων εγγεγραμμένων στην Βαθμίδα Β’, τα πιστοποιημένα πρόσωπα που απασχολούνται σε αυτά με οιαδήποτε σχέση και
δ) κάθε άλλη πληροφορία, η οποία καταχωρίζεται στο μητρώο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. (άρθρο 236 παρ. 5 και 6).

219. Τι υποχρεούται να προσκομίσει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας;

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποχρεούται να προσκομίσει στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης, η οποία καλύπτει την αστική του ευθύνη από την άσκηση των καθηκόντων του ως διαχειριστή αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της τέλεσης των πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Στην περίπτωση διαχειριστή αφερεγγυότητας που είναι νομικό πρόσωπο προσκομίζεται σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης που αφορά το νομικό πρόσωπο.
Στην περίπτωση διαχειριστή αφερεγγυότητας που είναι φυσικό πρόσωπο, που απασχολείται από νομικό πρόσωπο με οποιαδήποτε σχέση, η ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης αυτού καλύπτεται από την ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης του νομικού προσώπου. Στην περίπτωση αυτή ο διαχειριστής αφερεγγυότητας φυσικό πρόσωπο υποχρεούται να προσκομίσει στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας βεβαίωση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης του νομικού προσώπου, στην οποία αναφέρεται ότι καλύπτεται και ο διαχειριστής αφερεγγυότητας φυσικό πρόσωπο.
Σε περίπτωση που η σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης δεν προσκομιστεί, ο διορισμός και η ανάληψη καθηκόντων διαχειριστή αφερεγγυότητας απαγορεύονται, χωρίς η απαγόρευση αυτή να συνιστά λόγο ανάκλησης της χορηγηθείσης αδείας. (άρθρο 236 παρ. 7 και 8).

220. Ποια είναι τα κωλύματα για τον διορισμό του διαχειριστή αφερεγγυότητας;

Διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν μπορεί να διοριστεί πρόσωπο το οποίο:

α. συνδέεται με τον οφειλέτη, και επί νομικών προσώπων με κάποιο από τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν στη διοίκησή τους ή ασκούν έλεγχο επ’ αυτών, με συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή με υιοθεσία και εκ πλαγίου μέχρι τέταρτου βαθμού ή είναι σύζυγος αυτών, ή
β. συνδέεται με τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη με συμβατική σχέση, ή

γ. την πενταετία πριν την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή σε διαδικασία αφερεγγυότητας, το πιστοποιημένο πρόσωπο που απασχολείται στην διαδικασία αφερεγγυότητας:
i. συμμετείχε στη διαχείριση ή εκπροσώπηση της επιχείρησης του οφειλέτη, ή
ii. είχε την ιδιότητα του νόμιμου ελεγκτή της επιχείρησης του οφειλέτη ή απασχολείτο στον νόμιμο έλεγχο για λογαριασμό ελεγκτικής εταιρίας,
δ την τριετία πριν την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή σε διαδικασία αφερεγγυότητας είχε λάβει άμεσα ή έμμεσα αμοιβή (ή είχε πληρωθεί απαίτησή του) από τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο σύμβασης παροχής εξαρτημένων ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή σύμβασης έργου, με εξαίρεση την περίπτωση που η αμοιβή αυτή αφορά απόπειρα αποφυγής αφερεγγυότητας και είχε την έγκριση πιστωτών που δεν είναι συνδεδεμένα πρόσωπα με τον οφειλέτη.
Στην περίπτωση που ο διαχειριστής αφερεγγυότητας που πρόκειται να διοριστεί είναι νομικό πρόσωπο, τα ως άνω κωλύματα ελέγχονται και ως προς το πιστοποιημένο πρόσωπο, που απασχολείται σε αυτό με οιαδήποτε σχέση. (άρθρο 238 παρ. 1).

221. Πώς ελέγχεται η συνδρομή των κωλυμάτων και ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που συντρέχουν;
Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ελέγχει τη μη συνδρομή των κωλυμάτων ως προς τα πρόσωπα που προσλαμβάνει, με οποιαδήποτε συμβατική σχέση, για την υποβοήθηση του έργου του, καθώς και για το πιστοποιημένο πρόσωπο που απασχολεί.
Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει κώλυμα του παρόντος, δεν αποδέχεται διορισμό του από οφειλέτη ή πιστωτή. Υποχρεούται να υποβάλει εγγράφως εντός πέντε (5) ημερών από την ειδοποίηση για τον διορισμό του προς το όργανο που τον διόρισε, και, στην περίπτωση που ασκεί καθήκοντα συνδίκου, προς τον εισηγητή, δήλωση περί υπάρξεως κωλύματος. Η μη υποβολή δήλωσης, εφόσον συντρέχει κώλυμα, η αποδοχή διορισμού εφόσον συντρέχει κώλυμα ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης, συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα. (άρθρο 236 παρ. 2, 3 και 4).

222. Ποιες αρχές διέπουν τα καθήκοντα του διαχειριστή αφερεγγυότητας;

Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας και κάθε πιστοποιημένο πρόσωπο οφείλει να ενεργεί με αποτελεσματικό και ικανό τρόπο, ανεξαρτησία, αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το ίδιο ισχύει και για κάθε πιστοποιημένο πρόσωπο που ασκεί τα δικαιώματά του για λογαριασμό διαχειριστή αφερεγγυότητας που είναι νομικό πρόσωπο. (άρθρο 239).

223. Έχει ο διαχειριστής αφερεγγυότητας υποχρέωση για τακτική ενημέρωση σε σχέση με την πρόοδο και τη συνέχιση των εργασιών της διαδικασίας αφερεγγυότητας;
Πέραν των ειδικότερων καθηκόντων ενημέρωσης ο διαχειριστής αφερεγγυότητας συντάσσει κάθε εξάμηνο, από την ημερομηνία αποδοχής του διορισμού του, συνοπτική έκθεση σχετικά με την πορεία και τον τρόπο συνέχισης των εργασιών της διαδικασίας αφερεγγυότητας και τα έξοδα στο οποία έχει υποβληθεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο αρμόδιο όργανο και σε περίπτωση πτωχευτικής διαδικασίας στον εισηγητή, εντός είκοσι (20) ημερών από τη λήξη του εξαμήνου. (άρθρο 240 παρ. 1)
Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας παρέχει διευκρινίσεις επί της έκθεσης της παρ. 1, εφόσον ζητηθεί εγγράφως από το αρμόδιο όργανο ή τον εισηγητή. (άρθρο 240 παρ. 2)
Η μη συμμόρφωση του διαχειριστή αφερεγγυότητας όσον αφορά την υποχρέωση σύνταξης έκθεσης περιοδικής ενημέρωσης, καθώς και η ανακριβής ή παραπλανητική παροχή στοιχείων ή η καθυστέρηση στην παροχή διευκρινίσεων επί της έκθεσης, γνωστοποιείται με επιμέλεια του αρμοδίου οργάνου ή του εισηγητή, στην αρμόδια αρχή, για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου σύμφωνα με τα άρθρα 242 κ. έπ. (άρθρο 240 παρ. 3)
Η ανωτέρω έκθεση υποβάλλεται με επιμέλεια του διαχειριστή στην αρμόδια αρχή εντός πέντε (5) ημερών από την υποβολή της σύμφωνα με την παρ. 1 και ταυτόχρονα καταχωρείται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213. Σε κάθε περίπτωση, κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από αίτησή του, να λαμβάνει γνώση της πιο πάνω έκθεσης, στην περίπτωση ιδίως που δεν έχει πρόσβαση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας του άρθρου 213. (άρθρο 240 παρ. 4)

224. Με ποια κριτήρια προσδιορίζεται η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας, από ποιον και πώς καταβάλλεται;

Η αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας προσδιορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο με βάση τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που αναλαμβάνει, εφαρμόζοντας ως κριτήρια προσδιορισμού ιδίως την οικονομική αξία και το είδος της υπόθεσης, την επιμέλεια, την ικανότητα και εμπειρία του διαχειριστή, το είδος και την ποιότητα της παρασχεθείσας επιστημονικής εργασίας εκ μέρους του και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε και βαρύνουν τον ίδιο. Η αμοιβή αυτή μπορεί να καθορίζεται ως σταθερό ποσό, καταβαλλόμενο σταδιακά σε μηνιαία ή τριμηνιαία βάση ή στο τέλος της διαδικασίας. Κατά τον αυτό χρόνο καταβάλλονται και τα έξοδα που αναφέρονται στην περιοδική έκθεση του διαχειριστή αφερεγγυότητας. Στην περίπτωση διαχειριστή αφερεγγυότητας νομικού προσώπου η σχετική αμοιβή, καθώς και η αμοιβή επιτυχίας, καταβάλλεται στο όνομα του νομικού προσώπου και όχι του πιστοποιημένου προσώπου που απασχολείται σε αυτό. (άρθρο 241 παρ. 1)

225. Δικαιούται ο διαχειριστής αφερεγγυότητας να λάβει πρόσθετη αμοιβή και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Επιτρέπεται η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας με πιστωτές που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των απαιτήσεων των εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων, σύμφωνα με την οποία ο διαχειριστής αφερεγγυότητας λαμβάνει πρόσθετη αμοιβή, το ύψος και το είδος της οποίας εξαρτάται από την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, όπως ιδίως το ύψος του τιμήματος της εκποίησης ή ρευστοποίησης και το χρόνο περάτωσής τους.
Ο προσδιορισμός της αμοιβής του διαχειριστή δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του προϊόντος της εκποίησης ή ρευστοποίησης που πραγματοποιείται κάθε φορά ή της επίτευξης συγκεκριμένου αποτελέσματος.
Η πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται στο σύνολό τηςμετά την επίτευξη του συγκεκριμένου αποτελέσματος και στην περίπτωση που αυτό αφορά σε εκποίηση ή ρευστοποίηση του ενεργητικού, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκποίησης ή ρευστοποίησης του εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) τουλάχιστον του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης του οφειλέτη ως λογιστική αξία.
Η συμφωνία για πρόσθετη αμοιβή φέρεται εφόσον διαπιστώσει ότι υπογράφεται από την απαιτούμενη πλειοψηφία των πιστωτών. (άρθρο 241 παρ. 2 και 3)

226. Έχει πειθαρχική ευθύνη ο διαχειριστής αφερεγγυότητας; Πώς ελέγχεται πειθαρχικά;

Ναι. Οι πειθαρχικές κυρώσεις στους διαχειριστές αφερεγγυότητας επιβάλλονται από τα πειθαρχικά συμβούλια. Σε περίπτωση που ο διαχειριστής αφερεγγυότητας είναι νομικό

πρόσωπο, πειθαρχική ποινή μπορεί να επιβληθεί τόσο στο διαχειριστή αφερεγγυότητας όσο και σε πιστοποιημένο πρόσωπο που απασχολεί.(άρθρο 242 παρ. 2)

Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη. Η ποινική διαδικασία δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Τα πειθαρχικά συμβούλια μπορούν να διατάξουν την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, εωσότου περατωθεί η ποινική. Σε περίπτωση αθώωσης στην ποινική δίκη, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται αν έχει τιμωρηθεί ο διωχθείς. Οι διαπιστώσεις που περιέχονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο βούλευμα, για την ύπαρξη ή όχι ορισμένων γεγονότων, δεσμεύουν τα πειθαρχικά όργανα. (άρθρο 242 παρ. 1 και 3)

227. Ποια είναι τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία ελέγχεται ο διαχειριστής αφερεγγυότητας; Πότε παραγράφονται;

Πειθαρχικά παραπτώματα του διαχειριστή αφερεγγυότητας ή του πιστοποιημένου προσώπου είναι:

α) η παραβίαση υποχρέωσης του διαχειριστή αφερεγγυότητας σύμφωνα με διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση των καθηκόντων του, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του κώδικα δεοντολογίας της παραγράφου 2 του άρθρου 239,

β) η μη αποδοχή του διορισμού του, χωρίς σπουδαίο λόγο, ή η παραίτησή του, χωρίς σπουδαίο λόγο,

γ) η παράβαση των καθηκόντων του διαχειριστή, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλον,

δ) η απόκτηση παράνομου οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ίδιου του διαχειριστή αφερεγγυότητας, του πιστοποιημένου προσώπου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,

ε) η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων συμπεριλαμβανομένης και της αδικαιολόγητης καθυστέρηση στην εκτέλεσή τους,

στ) η παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας για γεγονότα και πληροφορίες, των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και

ζ) κάθε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με την ιδιότητά του, η οποία πλήττει το κύρος του επαγγέλματος. (άρθρο 243)

228. Πότε παραγράφονται τα πειθαρχικά παραπτώματα;

Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από την τέλεσή τους, ωστόσο, ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται με την κοινοποίηση της άσκησης της πειθαρχικής δίωξης. Ο χρόνος της αναστολής αυτής δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται αν τελεστεί άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή τη ματαίωση της έγερσης της πειθαρχικής δίωξης εξαιτίας εκείνου.
Πειθαρχικό παράπτωμα, που αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν την πάροδο του χρόνου για την παραγραφή του ποινικού αδικήματος. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος αναστέλλεται για όλο το χρονικό διάστημα από την άσκηση της ποινικής δίωξης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή βουλεύματος. (άρθρο 244)

229. Ποιες είναι οι πειθαρχικές ποινές που μπορούν να επιβληθούν στους διαχειριστές αφερεγγυότητας και πώς καθορίζεται η επιμέτρηση τους?
Οι πειθαρχικές κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν στους διαχειριστές αφερεγγυότητας είναι:
α) Η έγγραφη επίπληξη,

β) η επιβολή προστίμου ύψους έως και είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και, σε περίπτωση υποτροπής, προστίμου ύψους έως και σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ,
γ) η προσωρινή απαγόρευση ανάληψης καθηκόντων διαχειριστή αφερεγγυότητας ή απασχόλησης σε αυτά για χρονικό διάστημα από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες,
δ) η προσωρινή αφαίρεση της άδειας για χρονικό διάστημα έως δύο (2) ετών, η οποία επιβάλλεται ιδίως σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων περί κωλυμάτων και η παραίτηση από τη θέση στην οποία έχει διορισθεί χωρίς σπουδαίο λόγο, και
ε) η οριστική αφαίρεση της άδειας και διαγραφή από το μητρώο.

Κάθε πειθαρχική κύρωση καταχωρίζεται στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας ή στο μητρώο πιστοποιημένων προσώπων, κατά περίπτωση.
Περαιτέρω, η πειθαρχική κύρωση προσδιορίζεται:

α) από τη βαρύτητα του παραπτώματος και των συνεπειών του, καθώς και από τον αντίκτυπό του στην άσκηση των καθηκόντων του διαχειριστή αφερεγγυότητας,
β) από τον βαθμό του δόλου ή τον βαθμό της αμέλειας του διωκομένου,

γ) από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το παράπτωμα, όπως, ιδίως, ο προσπορισμός οφέλους και

δ) από την προσωπικότητα του διωκόμενου διαχειριστή ή του πιστοποιημένου προσώπου, την πείρα του, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη επαγγελματική του συμπεριφορά, καθώς και τη διαγωγή του μετά την πράξη, τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία να επανορθώσει τις συνέπειες.
(άρθρα 245- 246).

230. Υπάρχουν θεσμοθετημένα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια για την εκδίκαση των πειθαρχικών αδικημάτων των διαχειριστών αφερεγγυότητας?
Ναι. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια για την εκδίκαση των πειθαρχικών αδικημάτων των διαχειριστών αφερεγγυότητας και πιστοποιημένων προσώπων είναι: α) σε πρώτο βαθμό το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο και β) σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με εξαίρεση εκείνες που επιβάλλουν την επίπληξη υπόκεινται σε έφεση εκ μέρους του καταδικασθέντος. Επίσης, σε έφεση ασκούμενη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης υπόκεινται όλες οι αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η έφεση ασκείται ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο είναι πενταμελές και αποτελείται από τον πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, με τριετή θητεία. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ως πρόεδρος του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με τον αναπληρωτή του, ένας αρεοπαγίτης και ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους, ένας καθηγητής ή αναπληρωτής καθηγητής νομικής σχολής Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.), εν ενεργεία ή ομότιμος, ένας δικηγόρος που έχει συμπληρώσει εικοσαετή τουλάχιστον δικηγορία και προτείνεται από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, ένας λογιστής φοροτεχνικός Α τάξης με εικοσαετή τουλάχιστον προϋπηρεσία που προτείνεται από το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και ένας νόμιμος ελεγκτής με εικοσαετή τουλάχιστον προϋπηρεσία που προτείνεται από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.) (Άρθρα 247-249).

231. Σε ποιες ενέργειες προβαίνει ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγγυότητας όταν λαμβάνει καταγγελία ή γνώση για πειθαρχικώς επιλήψιμη πράξη διαχειριστή αφερεγγυότητας ή πιστοποιημένου προσώπου;

Αν η καταγγελία είναι ανώνυμη ή εάν αυτή δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, την αρχειοθετεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση, μόλις λάβει την καταγγελία ή γνώση της επιλήψιμης πράξης, παραγγέλλει την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. (άρθρο 250)

232. Πόσο διαρκεί η προκαταρκτική εξέταση και πώς περατώνεται αυτή; Πότε ασκείται πειθαρχική δίωξη;

Η προκαταρκτική εξέταση έχει σύντομη διάρκεια και περατώνεται το αργότερο εντός 30 ημερών είτε με γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις του διαχειριστή αφερεγγυότητας ή του πιστοποιημένου προσώπου, είτε με πράξη, με την οποία τίθεται η υπόθεση στο αρχείο. Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος, ασκείται πειθαρχική δίωξη ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. (άρθρο 251 παρ. 1 και 252 παρ. 1)

233. Σε ποιες περιπτώσεις δεν διενεργείται προκαταρκτική πειθαρχική εξέταση;

Για πράξεις για τις οποίες έχει ασκηθεί ήδη ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα, δεν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση. (άρθρο 251 παρ. 3)

234. Πότε απαγγέλλεται κατηγορία?

Μετά την συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού, από τον εισηγητή που ορίζεται, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αποφασίζει με βάση την επάρκεια των διαθέσιμων ενδείξεων, αν θα απαγγελθεί κατηγορία ή όχι ή αν πρέπει να γίνει συμπληρωματική ανάκριση από τον εισηγητή. Εάν το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει ότι πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, ο εισηγητής συντάσσει κατηγορητήριο και επιδίδεται στον πειθαρχικώς διωκόμενο διαχειριστή αφερεγγυότητας πράξη με ορισμό δικασίμου της υπόθεσης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. (άρθρο 253)

235. Πότε εκδίδεται απόφαση από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο;

H οριστική απόφαση εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και κοινοποιείται στον διωχθέντα και στον Υπουργό Οικονομικών. Σε περίπτωση αναστολής της πειθαρχικής δίωξης ή αίτησης εξαίρεσης και παραπομπής της υπόθεσης σε άλλο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο χρόνος έκδοσης της απόφασης, παρατείνεται αναλόγως.

(άρθρο 254 παρ. 2)

236. Τι γίνεται, εάν για το πειθαρχικό παράπτωμα του διαχειριστή αφερεγγυότητας, έχει εκδοθεί αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ή απαλλακτικό βούλευμα;

Αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά και αξιόποινη πράξη και έχει εκδοθεί αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση, ή απαλλακτικό βούλευμα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μπορεί να εκδικάσει την υπόθεση στην ουσία της και να εκδώσει απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, ο αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει να αποστείλει μετά από αίτηση του εισηγητή, αντίγραφο της σχετικής ποινικής δικογραφίας. (άρθρο 254 παρ. 3 )

237. Ο πειθαρχικά διωκόμενος διαχειριστής αφερεγγυότητας ή το πειθαρχικά διωκόμενο πιστοποιημένο πρόσωπο μπορεί να προσβάλλει την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου;
Ο πειθαρχικά διωκόμενος διαχειριστής αφερεγγυότητας ή το πειθαρχικά διωκόμενο πιστοποιημένο πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, πλην της επίπληξης, έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την επίδοση της απόφασης και πάντως όχι μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την έκδοση της απόφασης.
Η έφεση ασκείται με κατάθεσή της στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Για την άσκηση της έφεσης συντάσσεται έκθεση. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της δεν έχουν ανασταλτική δύναμη, εκτός εάν στην απόφαση ορίζεται διαφορετικά.
(Άρθρο 255)

238. Μπορεί να ζητηθεί εξαίρεση των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων;

Οι διατάξεις των άρθρων 17 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για την εξαίρεση των δικαστών ισχύουν και για την εξαίρεση των μελών των Πειθαρχικών Συμβουλίων.
Η αίτηση για την εξαίρεση επιδίδεται στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος την εισάγει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο για να αποφανθεί. Η απόφαση που εκδίδεται είναι αμετάκλητη. Κάθε εγκαλούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαίρεσης μόνο μια φορά σε κάθε βαθμό πειθαρχικής δικαιοδοσίας.
Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη όταν αυτή αφορά στην εξαίρεση όλων των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
(Άρθρο 257)

239. Προβλέπεται ανάκληση αδείαςδιαχειριστή αφερεγγυότητας ή πιστοποιημένου προσώπου;
Κάθε άδεια που χορηγήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ανακαλείται με απόφαση της αρμόδιας αρχής εφόσον συντρέχει στο πρόσωπο του δικαιούχου μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) επιβολή πειθαρχικής κύρωσης οριστικής αφαίρεσης της άδειας με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 245,
β) καταδίκη για οποιοδήποτε από τα αδικήματα της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 231,
γ) συνταξιοδότηση από τον κύριο ασφαλιστικό φορέα,

δ) οριστική ανάκληση της επαγγελματικής άδειας του δικηγόρου, ορκωτού ελεγκτή λογιστή, λογιστή φοροτεχνικού Α τάξης και, στην περίπτωση νομικών προσώπων, σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του.
2. Σε περίπτωση καταδίκης σε πρώτο βαθμό για κάποιο από τα αδικήματα της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 231 αναστέλλεται η ισχύς της άδειας του διαχειριστή ή πιστοποιημένου προσώπου έως την αμετάκλητη απαλλαγή του και ενημερώνεται με σχετική σημείωση το Μητρώο Διαχειριστών Αφερεγγυότητας.
3. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης της άδειας, σύμφωνα με την παρ. 1, η αρμόδια αρχή προβαίνει στην αμετάκλητη διαγραφή του διαχειριστή από το Μητρώο Διαχειριστών Αφερεγγυότητας.
(Άρθρο 258)

240. Ευθύνεται ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έναντι των πιστωτών και σε τι βαθμό;

Έναντι των πτωχευτικών πιστωτών και του οφειλέτη ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού διαχειριστή αφερεγγυότητας.
Στο ίδιο μέτρο ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ευθύνεται έναντι των ανωτέρω προσώπων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.
Αν από τη δράση διαχειριστή αφερεγγυότητας που ασκεί καθήκοντα συνδίκου δημιουργήθηκε ομαδικό χρέος το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί από την πτωχευτική περιουσία, αυτός υποχρεούται να αποζημιώσει τον ομαδικό πιστωτή αν διέγνωσε ότι η περιουσία δεν προβλέπεται να επαρκέσει για την εκπλήρωση του ομαδικού χρέους τούτου αλλά με δόλο αδιαφόρησε. Σε κάθε περίπτωση που ανακύπτει ευθύνη του συνδίκου έναντι τρίτων, αν αυτοί ικανοποιηθούν σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας, η ομάδα των πιστωτών δικαιούται να αναζητήσει από τον σύνδικο το ποσό απομείωσης της πτωχευτικής περιουσίας από την αιτία αυτή.(Άρθρο 259)

241. Ευθύνεται ο διαχειριστής αφερεγγυότητας έναντι τρίτων και σε τι βαθμό;

Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο. (Άρθρο 259)

242. Ευθύνεται ο διαχειριστής αφερεγγυότητας ως εκπρόσωπος του οφειλέτη για οφειλές προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή εργαζομένους;
Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας δεν ευθύνεται ως εκπρόσωπος του οφειλέτη για οφειλές προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή εργαζομένους. Ο διαχειριστής αφερεγγυότητας, αν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, και ο εκπρόσωπος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, αν πρόκειται για διαχειριστή αφερεγγυότητας, δεν υπέχει οποιαδήποτε αστική, ποινική ή άλλη ευθύνη για χρέη του οφειλέτη, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους και τον χρόνο στον οποίο ανάγονται, με την επιφύλαξη τυχόν ευθύνης του από τυχόν απομείωσης της πτωχευτικής περιουσίας, η οποία οφείλεται σε αδιαφορία του από δόλο.
(Άρθρο 259)